Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

"... Φως φως φως κομμάτια από φως κομμάτια από σάρκα ..."




«και ήξερα πως ακουμπούσα ένα νεκρό

πως είμαστε πληγές, αιμάσουσες πληγές

πως δεν έχει αυγή η νύχτα
πως βουλιάζουμε και πως πνιγόμαστε μ’ ένα χάδι

και μ’ ένα φιλί πως σαπίζουμε

και λιώνουμε και μυρίζει η σάρκα μας ρημαγμένη»


























«βότσαλα της θάλασσας
οι γωνιές του σπιτιού και τα θεμέλια

η γέννα μου και η ταφή μου

ένα κυπαρίσσι και ένα πεύκο αδελφωμένα

η καμπάνα και το καμπαναριό

τα ρούχα τα παπούτσια μου

το στρώμα που κοιμάμαι

η στάση που στέκεις και των μαλλιών ο θύσανος

τα ανίερα στήθη και το δέρμα του φιδιού

οι ασημένιες πόρπες της κοιλιάς σου

και τα δοχεία τα δοχεία των πτυέλων

η τρίτη σου θηλή
η τέταρτη διάσταση»





















μάτια, μάτια εξαϋλωμένα
κι από το στόμα στάζουν
οι μέρες και τα χρόνια
μες σε λυγμούς
και το φως το φως!
πόσο ήθελα να το κάνω να σωπάσει!
που πέτρωνε κι έπειτα έσπαζε σαν κερί και γέμιζε
τη σκηνή, τη ζωή, την όψη, με κραυγές και αγωνία
κομμάτια από χαρτί, ευχές και αγγελτήρια
ποινές, εκτελέσεις, θανάτους
τομές, σίδερα, βέργες
σκοτεινές σπηλιές, σκοτεινούς τάφους

που μ’ έλουζε με μια θανατερή ματιά
και σ’ έλουζε με σάβανα αισχρά
κι έπειτα ο χρόνος
αυτός ο τύραννος
με τα σφυριά και με τα δόκανα
που ερχόταν κι έφευγε
και τυραννούσε τη ζωή

η θλίψη
ένα ένα τα πήρε όλα και τα ρήμαξε
τα πέταξε …
































Τι είμαι; τι είμαι άλλο; από ανόητες ορμές,
άλλο, άλλο από τίποτα
ήττες
συντριπτικές ήττες
τι είμαι; που φτάνει το πόδι μου; μισό μέτρο πάνω απ’ τη γη
πάνω απ’ το χώμα μισό μέτρο
και δίπλα, στη σειρά, πίσω και μπρος,
μια θάλασσα από σάρκα,
καταβόθρα ,
όπου αναβλύζει το φως,
αναβλύζει το σκοτάδι,
και από τα παράθυρα η συγκίνηση,
η συγκίνηση, η συγκίνηση …
και από τα παράθυρα η συγκίνηση κυλά
στόμα πληγιασμένο,
δόντια σαθρά, όλα ένα γύρω πονούν,
ματωμένη συγκίνηση,
η συγκίνηση, η συγκίνηση …
τι είμαι; τι άλλο είμαι;
τις μέρες όλες και τις νύχτες,
που γυρνάς από μακριά, και στρίβεις την πλάτη,
που γυρνάς από μακριά, και ολόκληρος ο κόσμος παγώνει,
και αδειάζει η κοιλιά, η ράχη, σκαλιά σκαλιά οι άδειες πλατείες,
ο σπλήνας,
και φοβάμαι …
που γίνομαι κουβάρι και πάλλομαι,
την ανάσα σου φοβάμαι, άλλο δεν θέλω να υπάρχω,
όπως μεγαλώνει η σκέψη με νήματα και πονά το κεφάλι …
ήσυχη ζωή που είσαι;
εγώ δεν είμαι από σάρκα δεν θέλω να είμαι από σάρκα
κι ο πόνος μου μόνος να στέκει σ’ ένα αστερισμό του εγκεφάλου …

ανυπέρβλητος είναι,
ο θάνατός σου,
ο θάνατος,
κι ο πόνος,
αυτό το μοιραίο εισιτήριο, το μοιραίο εισιτήριο …
κι ανοίγει το μυαλό σ’ αυτή την άναρχη δυνατότητα
σ’ αυτές τις δυνατότητες
και γεμίζω με φρίκη
φρίκη
σάρκες κομμένες
σώματα γδαρμένα
φωτιά …

και δεν μπορώ να αλλάξω αυτό που είναι
αυτό που είναι
αυτό που είναι
αυτό που κοιτώ
αυτό που ζητώ
αυτό που κοιτώ
αυτό που φοβάμαι
αυτό που πιστεύω
αυτό που είναι
αυτό που είναι ότι είναι
αυτό που πιστεύω ότι είναι
αυτό
αργά αργά όπως μεγαλώνει η σκέψη με νήματα
και πονά το κεφάλι …

Ήσυχη ζωή που είσαι;
Εγώ δεν είμαι από σάρκα
Εγώ δεν θέλω να είμαι από σάρκα
Και ο πόνος μου να στέκει μόνος
σ’ έναν αστερισμό του εγκεφάλου

Φως φως φως κομμάτια από φως κομμάτια από σάρκα
Η σάρκα σου στο στόμα μου οι σάρκες σου στο σώμα μου
Οι σάρκες μου στο φώς και λάμψεις λάμψεις οι δομές των κοκκάλων
Και τώρα πάλι χωρίς φωνή
Χωρίς μνήμη το φως
Και στα μάτια σου πάνω η στάχτη του κόσμου
Η έκρηξη του βουνού η φωνή του γρύλου
Η πέτρα και η βροχή κατρακυλούν στη νύχτα
Και στην όψη σου πέταλα πέταλα οι εγκοπές οι οπές τα εγκαύματα
Και οι εκκωφαντικές κραυγές οι θλιβερές κραυγές
Οι κραυγές τους
Σώματα γυμνά
Σώματα γυμνά
Σώματα γδαρμένα
















































«Δώσε μου δύναμη
να αρχίζω

να ξαναρχίζω

να ξαναρχίσω,

δώσε μου δύναμη

να τελειώνω

να τελειώνω

να τελειώσω εδώ,

του θανάτου τη δύναμη,

τη δύναμη του χρόνου,


τη δύναμη,
το θάρρος,

δώσε μου


το φόβο από πάνω μου πάρε,

από πάνω μου
τη δαιμονική φρίκη,
τα φτερά του ιλίγγου,

το καθρέπτισμα του βάθους,

τον αχό, τον αχό του βάθους,

αυτή τη συρτή βοή,

που περνά απ’ την πόρτα,

και σέρνεται στο πάτωμα,


πάρε
τα λόγια τα σιγανά,
το ψιθύρισμα του τάφου,

τη νύχτα,

του νου τη νύχτα,

τα ρυθμικά ουρλιαχτά,


από πάνω μου πάρε

του φόνου, του θανάτου το χάρισμα,

την πολυπόθητη αυγή,

την παγωμένη ανάσα,

των κυμάτων την ορμή


λύτρωσέ με απ’ την ώρα

απ’ τη φωνή,

τη λαλιά,

απ’ όλες τις λέξεις του κόσμου,


στάζουν αίμα
και χάνονται
στο σκοτάδι σβησμένα
του σφάγιου τα μάτια


τα μάτια μου

δώσε μου

και τη λήθη

τη δροσερή λήθη στην καρδιά του πυρός

τη δροσιά του ανέφελου ύπνου


πονούν τα μάτια μου

φεύγουν, ξεφεύγουν

και ψηλά κοιτώ και χαμηλά και χάνομαι

τα ανίερα, τα ιερά,
τις βδελυρές άκρες

και σφυρίζει η κραυγή

και η κόλαση χάσκει»


Ν.










































Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

" ... manmachine ..."





η όψη τους σα μηχανή έτσι σκληρή και βαριά
με κλειστά μάτια
και τη σκόνη των δρόμων στις άκρες
και τη μαυρίλα



όρθιοι στα πενήντα
ευδιάθετοι
μάτια λαμπερά
μια ηλιαχτίδα του απογεύματος στην τσέπη

τα παιδιά τους

και στις μασχάλες δυο φωνές
μια ανάσα
άπλυτα ρούχα
στην αποθήκη
μια ζεστή φωλιά το καλοκαίρι
μακριά απ’ όλους
και στην κοιλιά μια σύσπαση του γκρίζου

όταν τα έργα ανοίγονται στο χρόνο
σαν αυλές πατρικές και χαμόγελα







η βάση του λαιμού
ξανθιά και κόκκινη κρούστα
τύρφη και σκόνη
επικονίαση και σπορά
ανθοφορία και βλάστηση
με τους ήχους των μελισσών στο μακρύ χειμώνα
κι ένα μυρμήγκιασμα λεπτό από σειρές σειρές ακροδακτύλων

ελαιόφυτα στήθη και στέρνο
που αγριέψαν το περσινό καλοκαίρι
και άκρες ξερές στα κλαδιά των μαλλιών
γκρίζα και ασημένια φύλλα που ανακατεύονται στον άνεμο

ένα σκαθάρι που τρυγάει και σκάβει
ένα δάχτυλο παιδιού και μια ανάσα στης αράχνης το δίχτυ

κι όπως ένας μοχλός ή μια εσοχή το στόμα
τα μπουλόνια
οι ακτίνες
το μεταλλικό σώμα
η πλατιά βάση
τα ελατήρια
η σύσπαση των μυών
η μυρωδιά της βενζίνης
το λάδι

μυστηριώδεις χυμοί
και πάνω στο κάθισμα
ψίχουλα ή αποφάγια
μιας άλλης μέρας
ανήσυχα πόδια και κάλτσες
σακούλες πλαστικές κουβάρι
και ένα ξεχασμένο μολύβι
χαρτιά ξεθωριασμένα
μια απόδειξη ή κάτι κολλώδες
ένα σαπισμένο λάστιχο
ένα νόμισμα ευτελές
ο καθρέπτης
μ’ ένα στρώμα λεπτής σκόνης
αδιόρατης θλίψης
το βλέμμα του ήλιου του απογεύματος στο μάγουλο
λεκέδες στο ύφασμα
κύτταρα δέρματος
ή σταγόνες της βροχής
λάσπη και τρίχες απ’ τα μαλλιά και σήματα
σήματα πολλά
αγώνες δρόμου, δρόμοι αγωνίας
δρόμοι ταχύτητας, συγκρούσεις τρομακτικές
βία
βιασύνη
μια ανοικτή πληγή στα δέκα μέτρα
κάτω απ’ τον πήχη
κάτω απ’ τη μασχάλη
κάτω απ’ την κοιλιά
ένας σωλήνας παλιός αδιέξοδος
μια ξοδεμένη μέρα
η εξάτμιση που στάζει
μια ξοδεμένη ζωή
και η ράχη
γραμμές και καμπύλες
ρινίσματα σκουριάς
ρωγμές
το χρώμα
το βάρος
η ανάταση
η συστολή
η μεταφορά
ο καπνός
σταγόνα σταγόνα
μια εξάτμιση πικρή
με λυγμούς
ένας άξονας τρύπιος
ρούχα άπλυτα
κιτρινισμένα λευκά μεσοφόρια
οι σταγόνες απ’ τη βρύση του μπάνιου
το επίχρισμα του γιαουρτιού
το μπλε σου σακάκι
κομμάτια κεριού στις παλάμες
στους ώμους
ένα νεύμα ματαιωμένο
ή μια λάμψη στα μάτια
σα σπίθα
αυτός ο σκληρός μοχλός
που δύσκολα γυρνά
ξερές πευκοβελόνες
γράμματα της βροχής
φύλλα ευκαλύπτων
δάση καμένα
πληγωμένοι κορμοί
ομιλία λευκή και παχύρευστη
τι είπες,
τι θα πεις
ή που δάκρυσες
τα χέρια σου της αφής
ή τα χέρια του πόνου
οι ασφάλειες
οι μονώσεις
το κεντρικό κλείδωμα
το τσάι
ο τρόπος που βάζεις το ένα πόδι
πάνω στ’ άλλο
το τρίγωνο της κοιλιάς,
το τετράγωνο
η σόλα των παπουτσιών
η οσμή σου
τα μάτια και η καρδιά
της μάνας σου
το ψέμα
του πατέρα
η φοβέρα του κόσμου

όλα

δίπλα στο τιμόνι
το φλας
οι ενδείξεις
ο τρόπος που κρατάς το μήλο
ο τρόπος που κρατάς την έριδα
η ξαφνική ροή
οι συσπάσεις και οι διαστολές της γέννας
στην άθλια τούτη κάμαρη
η συντροφιά του τοίχου
η αγάπη του πατώματος
το πέταγμα της μύγας
η βουβή κραυγή
το βουβό και ψυχρό σύμπαν
οι εκρήξεις του θάρρους και οι ηρωισμοί




όλα

ρυάκια και ρωγμές
χείλη και δάχτυλα
δάκρυα
χρώμα
χτύπημα

όλα

τα ευαίσθητα βλέφαρα
ατσάλι
μέταλλο
ρινίσματα
σκόνη
μηχανή
λωτός
νούφαρα
στάχτη
ο τρόπος να είσαι
ο τρόπος να κοιτάς
ο τρόπος να είσαι
βαθιά μέσα στον τοίχο
τα συρμάτινα νήματα
η απουσία
το σκοτάδι

βαθιά μέσα στο σίδηρο
το χέρι φυλακίζεται

η αόρατη καρδιά του μετάλλου


(photos by Robert Flynt)

αυτός ο τρόμος στη θέα της σάρκας η μυρωδιά από τα ρούχα που γδύθηκες και το φάσμα του σώματος που ξεθωριάζει

N.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

"... αδύναμο κορμί αδύναμη ζωή ... κι εσύ μες στο θολό κόσμο ...".












... τρίμματα από την περσινή σου καρδιά

υπολείμματα
απ’ τις βλέννες της περσινής γέννας
τα έμμηνα
το γαστρικό υγρό
οι νύχτες του έρωτα
η λάσπη του έρωτα ...


... μάτια πλημμυρισμένα

τα δάκρυα των κεριών

το τυχαίο το απαλό φιλί στο μάγουλό σου

μια πεταλούδα σα σκιά στο σβέρκο σου

και η άνοδος, η πτώση

η γραμμή του ουρανού στον καθρέπτη ...





















εσύ που κρατούσες στα χέρια σου και στην κοιλιά
τις τύχες του κόσμου
σαν σπαρταριστό πουλί
σαν καρδιά από πέτρα
πάνω στο τραπέζι απλωμένος
με μια δράκαινα στην κοιλιά
με τις κοπριές των αλόγων
και τις μύγες του απογεύματος να ψέλνουν





























που πήγε η ατσάλινη μέση
αυτή η πνοή η συντροφική
στο αυτί το ψιθύρισμα της αγάπης
το λουλούδι του κόσμου και του φωτός
η χλόη της ευτυχίας
η σιωπηλή πνοή των αγοριών που μεγαλώνουν
τα γλυκά γλυκά μάτια των κοριτσιών
που μυρίζουν τα ρόδα




















... όλες αυτές οι χαμένες λέξεις

η γέννηση
η τροφή
η απόλαυση
και η σήψη

τα άγνωστα σώματα
και οι παράλληλες μέρες

για πάντα άγνωστες και ξένες

η θρυαλλίδα απ’ το γόνατο
ο ιδρώτας στην παλάμη

το δασωτό στήθος
η κουρασμένη γλώσσα

οι φλογισμένες σπηλιές
οι γλιστερές κατηφόρες

αυτές οι συραγγώδεις διαστάσεις
οι συσπάσεις της καρδιάς σου

και οι μορφασμοί στον καθρέπτη

αυτός ο διψασμένος δαίμονας του τάφου
και ο σκώληξ της σαρκός
που ριγά κάτω απ’ τη γνάθο σας ...


Ν.