Υπάρχει πάντοτε το κρύσταλλο του χρόνου, ανάμεσα στις θυελλώδεις στιγμές, το καλοκαίρι, και το χειμώνα, κι έτσι ανοίγει η ολισθηρή δίοδος της ανάσας και του φωτός, σ' αυτό το σκοτεινό, το γκρίζο κενό, με τις ημιδιάφανες φιγούρες, και χωρίς να θέλω, χωρίς να μπορώ, ανοίγει και κλείνει το πέρασμα, κι έτσι, με μια ματιά, είναι σχεδόν αρκετό να διασχίσω τις αποστάσεις της φαντασίας πάνω στα πλάσματα, όπως το φως ή η λάμψη, και να επιμηκύνω το εσωτερικό της καρδιάς μέχρι το χέρι, ή την ψυχή, εκεί που διασταυρώνονται οι δράσεις της ζωής και των θανάτων και φωλιάζουν κυνηγημένες, εκεί που καμιά φορά ξεχνιέται η μνήμη μου και αργοσαλεύει, ή εκεί που αγκιστρώνεται η εμμονή ...
Τίποτα δεν έχει μείνει σχεδόν, και σχεδόν φαντάζομαι πως χάνομαι και εγώ και αφήνομαι σε σένα, όπως έχω δει να αφήνονται τα ζώα, σ' ένα άγνωστο αφέντη ή σ' ένα αόρατο άνεμο ή σε μια λάμψη που σκάει πιο πέρα, και παίζοντας με το παλιό φθαρμένο παιχνίδι, ψιθυρίζω ακατάληπτα, ακατάληπτες ανολοκλήρωτες λέξεις και φθόγγους, γλώσσες και γλωσσισμούς, που μαζί με τη σιωπή αργοσβήνουν στο ημιδιάφανο κενό, στο ομιχλώδες τοπίο, με μάτια μεγάλα, με μάτια κλειστά, κι έτσι πηγαίνω πιο πέρα τη σιωπή τους, μέσα σ' ένα βόμβο από κρυμμένες ροές, από ανακλάσεις γυμνές μιας απαλής ζεστής φρίκης, και πάνω σ' αυτό, μέσα σ' αυτό, πάνω σ' αυτό το βωμό αργοσαλεύω, και η ύπαρξή μου, όπως τη βλέπω, συσπάται και σέρνεται, σαν ένα απαρηγόρητο πουλί που πέφτει από τη φωλιά, με μια φωνή πνιγμένη ...
Και ήθελα πάντα να το πω, μέσα στο δάσος του χειμώνα, τη νύχτα, μέσα στη βροχή, πως είμαι και δεν είμαι το παν, πως η συγκίνησή μου πάντα με προδίδει, πως όλα είναι μηδέν και πως τίποτα δε μένει τώρα που έφυγες και πως μέσα στη σκιά ακόμα και θα σε αρνιόμουν και θα καταριόμουν για σένα όπως καταριέμαι και για αυτόν, αυτόν που κουβαλώ, και, ίσως, αφού ξεπουλήσω τα χρόνια και τη σάρκα, ίσως τότε να σβήσουν οι σπίθες και χαθεί και η αχλή του φωτός στη σκοτεινή αίθουσα των σωμάτων, ίσως σε συναντήσω και πάλι να μ' αγοράζεις μ' ένα νόμισμα φθηνό και ακατάληπτο, όπως αυτό που συγκρατεί την πραγματικότητα και τη φαντασία, αυτό που κυλά από την άκρη της μύτης, από τη βλέννα, και συναντά τον αέρα ενός μικρού δευτερολέπτου ...
Πως ξεκίνησαν όλα και πως θα τελειώσουν; όταν τελειώσουν οι λέξεις και όλα πια θα έχουν λεχθεί και θα μείνει να κλαίει αργόσυρτα ένα εγώ ταλαιπωρημένο ...
Όμως τις νύχτες σαν κι αυτή, που ξένος κάθομαι στον εαυτό μου και τρυπάω το μηδέν, τις νύχτες σαν κι αυτή θα γίνει και πάλι η στροφή του αοράτου και χλιαρός ο αυχένας του κόσμου θα στέκει ...
Ν.
7 σχόλια:
Mα μόνο νύχτες σαν και αυτή μας κάνουν υπερβαίνοντας εαυτόν να αγγίξουμε λίγο Φώς.
Τιποτε δεν είναι ανώδυνο για τους Ανθρώπινα ευαίσθητους.H Oδύνη γεννά αληθινή ζωή.
ο χρόνος υπ'ΑΡΧΕΙ ?
( -πάντα τον νόμιζα ΑΡΧΗΓΟ)
η διαφάνεια σε ποιαν ΑΦΑΝΕΙΑ αντιμιλά?
(.. ή τάχα ποιά ματιά θα ελευθερώσει?)
------
(.. λέξεις πεπερασμένες
για απορίες κυκλικές και ατέρμονες ... )
η Οδύνη ... πάντοτε αυτή ...
Δεν ξέρω τι είναι αληθινή ζωή αερικό
και δυσκολεύομαι να πιστέψω πως αυτή (η οδύνη) την γεννά ...
Α.
ο χρόνος είναι αρχηγός και αφέντης
έτσι τουλάχιστον φαίνεται ...
(γνωρίζεις πως έχουμε να ... εστιάσουμε (σε αφάνειες και διαφάνειες) έτσι δεν είναι;)
@N.
... περιμένω τις 'αργίες' σου !
(call me ..)
Δεν προχωρεί τίποτε χωρίς το αντίθετο του.
Μάλλον αυτό εννοείς και έχεις δίκιο.
Ναι, θεωρώ (ή μάλλον δεν θεωρώ, νιώθω) πως τα αντίθετα είναι τόσο πολύ ... μαζί, τόσο πολύ ενωμένα, όσο και αν θέλω η χαρά πχ. να είναι χαρά μονάχα και όχι θλίψη κλπ.
Δεν είμαι σίγουρος για το πως εννοείς το "προχωρεί", αλλά ο χρόνος τουλάχιστον (ο χρόνος ο δικός μου) μάλλον έτσι μοιάζει να προχωρεί ...
Δημοσίευση σχολίου