«και ήξερα πως ακουμπούσα ένα νεκρό
πως είμαστε πληγές, αιμάσουσες πληγές
πως δεν έχει αυγή η νύχτα
πως βουλιάζουμε και πως πνιγόμαστε μ’ ένα χάδι
και μ’ ένα φιλί πως σαπίζουμε
και λιώνουμε και μυρίζει η σάρκα μας ρημαγμένη»
«βότσαλα της θάλασσας
οι γωνιές του σπιτιού και τα θεμέλια
η γέννα μου και η ταφή μου
ένα κυπαρίσσι και ένα πεύκο αδελφωμένα
η καμπάνα και το καμπαναριό
τα ρούχα τα παπούτσια μου
το στρώμα που κοιμάμαι
η στάση που στέκεις και των μαλλιών ο θύσανος
τα ανίερα στήθη και το δέρμα του φιδιού
οι ασημένιες πόρπες της κοιλιάς σου
και τα δοχεία τα δοχεία των πτυέλων
η τρίτη σου θηλή
η τέταρτη διάσταση»
μάτια, μάτια εξαϋλωμένα
κι από το στόμα στάζουν
οι μέρες και τα χρόνια
μες σε λυγμούς
και το φως το φως!
πόσο ήθελα να το κάνω να σωπάσει!
που πέτρωνε κι έπειτα έσπαζε σαν κερί και γέμιζε
τη σκηνή, τη ζωή, την όψη, με κραυγές και αγωνία
κομμάτια από χαρτί, ευχές και αγγελτήρια
ποινές, εκτελέσεις, θανάτους
τομές, σίδερα, βέργες
σκοτεινές σπηλιές, σκοτεινούς τάφους
που μ’ έλουζε με μια θανατερή ματιά
και σ’ έλουζε με σάβανα αισχρά
κι έπειτα ο χρόνος
αυτός ο τύραννος
με τα σφυριά και με τα δόκανα
που ερχόταν κι έφευγε
και τυραννούσε τη ζωή
η θλίψη
ένα ένα τα πήρε όλα και τα ρήμαξε
τα πέταξε …
Τι είμαι; τι είμαι άλλο; από ανόητες ορμές,
άλλο, άλλο από τίποτα
ήττες
συντριπτικές ήττες
τι είμαι; που φτάνει το πόδι μου; μισό μέτρο πάνω απ’ τη γη
πάνω απ’ το χώμα μισό μέτρο
και δίπλα, στη σειρά, πίσω και μπρος,
μια θάλασσα από σάρκα,
καταβόθρα ,
όπου αναβλύζει το φως,
αναβλύζει το σκοτάδι,
και από τα παράθυρα η συγκίνηση,
η συγκίνηση, η συγκίνηση …
και από τα παράθυρα η συγκίνηση κυλά
στόμα πληγιασμένο,
δόντια σαθρά, όλα ένα γύρω πονούν,
ματωμένη συγκίνηση,
η συγκίνηση, η συγκίνηση …
τι είμαι; τι άλλο είμαι;
τις μέρες όλες και τις νύχτες,
που γυρνάς από μακριά, και στρίβεις την πλάτη,
που γυρνάς από μακριά, και ολόκληρος ο κόσμος παγώνει,
και αδειάζει η κοιλιά, η ράχη, σκαλιά σκαλιά οι άδειες πλατείες,
ο σπλήνας,
και φοβάμαι …
που γίνομαι κουβάρι και πάλλομαι,
την ανάσα σου φοβάμαι, άλλο δεν θέλω να υπάρχω,
όπως μεγαλώνει η σκέψη με νήματα και πονά το κεφάλι …
ήσυχη ζωή που είσαι;
εγώ δεν είμαι από σάρκα δεν θέλω να είμαι από σάρκα
κι ο πόνος μου μόνος να στέκει σ’ ένα αστερισμό του εγκεφάλου …
ανυπέρβλητος είναι,
ο θάνατός σου,
ο θάνατος,
κι ο πόνος,
αυτό το μοιραίο εισιτήριο, το μοιραίο εισιτήριο …
κι ανοίγει το μυαλό σ’ αυτή την άναρχη δυνατότητα
σ’ αυτές τις δυνατότητες
και γεμίζω με φρίκη
φρίκη
σάρκες κομμένες
σώματα γδαρμένα
φωτιά …
και δεν μπορώ να αλλάξω αυτό που είναι
αυτό που είναι
αυτό που είναι
αυτό που κοιτώ
αυτό που ζητώ
αυτό που κοιτώ
αυτό που φοβάμαι
αυτό που πιστεύω
αυτό που είναι
αυτό που είναι ότι είναι
αυτό που πιστεύω ότι είναι
αυτό
αργά αργά όπως μεγαλώνει η σκέψη με νήματα
και πονά το κεφάλι …
Ήσυχη ζωή που είσαι;
Εγώ δεν είμαι από σάρκα
Εγώ δεν θέλω να είμαι από σάρκα
Και ο πόνος μου να στέκει μόνος
σ’ έναν αστερισμό του εγκεφάλου
Φως φως φως κομμάτια από φως κομμάτια από σάρκα
Η σάρκα σου στο στόμα μου οι σάρκες σου στο σώμα μου
Οι σάρκες μου στο φώς και λάμψεις λάμψεις οι δομές των κοκκάλων
Και τώρα πάλι χωρίς φωνή
Χωρίς μνήμη το φως
Και στα μάτια σου πάνω η στάχτη του κόσμου
Η έκρηξη του βουνού η φωνή του γρύλου
Η πέτρα και η βροχή κατρακυλούν στη νύχτα
Και στην όψη σου πέταλα πέταλα οι εγκοπές οι οπές τα εγκαύματα
Και οι εκκωφαντικές κραυγές οι θλιβερές κραυγές
Οι κραυγές τους
Σώματα γυμνά
Σώματα γυμνά
Σώματα γδαρμένα
«Δώσε μου δύναμη
να αρχίζω
να ξαναρχίζω
να ξαναρχίσω,
δώσε μου δύναμη
να τελειώνω
να τελειώνω
να τελειώσω εδώ,
του θανάτου τη δύναμη,
τη δύναμη του χρόνου,
τη δύναμη,
το θάρρος,
δώσε μου
το φόβο από πάνω μου πάρε,
από πάνω μου τη δαιμονική φρίκη,
τα φτερά του ιλίγγου,
το καθρέπτισμα του βάθους,
τον αχό, τον αχό του βάθους,
αυτή τη συρτή βοή,
που περνά απ’ την πόρτα,
και σέρνεται στο πάτωμα,
πάρε τα λόγια τα σιγανά,
το ψιθύρισμα του τάφου,
τη νύχτα,
του νου τη νύχτα,
τα ρυθμικά ουρλιαχτά,
από πάνω μου πάρε
του φόνου, του θανάτου το χάρισμα,
την πολυπόθητη αυγή,
την παγωμένη ανάσα,
των κυμάτων την ορμή
λύτρωσέ με απ’ την ώρα
απ’ τη φωνή,
τη λαλιά,
απ’ όλες τις λέξεις του κόσμου,
στάζουν αίμα
και χάνονται στο σκοτάδι σβησμένα
του σφάγιου τα μάτια
τα μάτια μου
δώσε μου
και τη λήθη
τη δροσερή λήθη στην καρδιά του πυρός
τη δροσιά του ανέφελου ύπνου
πονούν τα μάτια μου
φεύγουν, ξεφεύγουν
και ψηλά κοιτώ και χαμηλά και χάνομαι
τα ανίερα, τα ιερά,
τις βδελυρές άκρες
και σφυρίζει η κραυγή
και η κόλαση χάσκει»
Ν.
8 σχόλια:
"... Τι είμαι; τι είμαι άλλο; από ανόητες ορμές,
άλλο, άλλο από τίποτα
ήττες
συντριπτικές ήττες ..
...
... Ήσυχη ζωή που είσαι;
Εγώ δεν είμαι από σάρκα
Εγώ δεν θέλω να είμαι από σάρκα
Και ο πόνος μου να στέκει μόνος
σ’ έναν αστερισμό του εγκεφάλου ...
..."
Τι να πω αγαπημένε μου Ν. ;
απλά,πολυ συγκινητικό και για κάποιους πολύ πολύ προσωπικούς μου λόγους, πολύ ιδιαίτερο ..
το διαβάζω ξανά και ξανά ...
Συγκλονιστικό.
Τι να ευχηθώ; Αναγέννηση;
Α.
Δεν περίμενα ποτέ ότι θα αρέσει
ότι θα σου αρέσει
αυτο το ...
τερατούργημα
και όταν λέω τερατούργημα
εννοώ αυτό το είδος του λόγου
που γεννιέται μέσα από πολύ δύσκολες στιγμές
που εκφράζει αυτά τα πράγματα
... τα ακραία
αυτό το λόγο που μιλάει για φρίκη και για ...
τέρατα
Έχω δηλαδή το ελεύθερο;
να αφήσω τη γλώσσα ελεύθερη;
ποιος ξέρει ποιον άλλο μπορεί να συγκινήσω;
poet
αναγέννηση, ναι αναγέννηση!
μια από τις καλύτερες ευχές!
αναγέννηση σχεδόν κυριολεκτική!
Πολύ καλό..
..Καλή χρονιά..
Σ' ευχαριστώ roadartist
Καλή μας χρονιά !
(
χρόνια
χρονιές
χρόνο - θέλω να πω -
παρόντα παρελθόντα και μέλλοντα
- έτσι όπως όλα ανήκουν σε όλα
και επηρεάζουν και επηρεάζονται από όλα
- με ένα τρόπο ελάχιστα γραμμικό ...
)
Καλό μας χρόνο!
@Ν.
Ακόμα κι όταν λες «τερατούργημα» σκέφτομαι .. «δημιούργημα» -σκληρό μεν αλλά καθρέφτη του κόσμου σου κι αυτό το σέβομαι.. Γενικά το ξέρεις πως .. κρατάω ‘απόσταση’ από το σκληρό κόσμο αυτού του καθρέφτη μα, αυτή τη φορά κάποιες φράσεις ακούμπησαν σε κάτι πολύ .. ‘δικό’ μου και τις ένιωσα ‘οικείες’. Οικίες σε φρίκη, σε εφιάλτες, σε ικεσίες, σε ανάγκες ..
Και όχι!
θάλεγα όχι αν έπρεπε νάχω λόγο για το δικό σου «ελεύθερο» ..
Αυτή η ελευθερία της γλώσσας που στάζει τη φρίκη και περι-γράφει τα τέρατα στις άκρες κάποιου εφιάλτη δε θέλω να με πονάει και να τρυπώνει σε στιγμές διαφυγής μου από την «πραγματικότητα» που έτσι κι αλλιώς γεμάτη «φρικές» και «τέρατα» είναι γεμάτη από μόνη της …
Όμως δεν έχω το «ελεύθερο» -Δεν Θέλω νάχω το ελεύθερο- να βάλω όρια και χαλινάρι στη γλώσσα και στην έκφρασή σου- όποια κι αν είναι αυτή – ότι κι αν λέει …
Πώς να στο κάνω αυτό ;;
Καλό μας Χρόνο ..
Δημοσίευση σχολίου