Στις μεγάλες μας μάχες/ στις μεταξύ μας ξαφνικές ριπές
πάντοτε καλούσα το θάνατο να σε βρεί, μ' αυτή τη φοβερή ορμή/
που ξεσπά,
κι έτσι απ' το πυκνό παρελθόν σ' ένα πυκνό μέλλον να διαλυθείς να λιώσεις/
με μια έκρηξη σάρκας,
και ήθελα πολύ την ανάσα της γης να ψιθυρίζει/
στο αυτί μου τις εντολές του αγώνα, δύο μεγάλα τεμένη
κρυμμένα στο αόρατο και στο ορατό κι εσύ πέπλο
σωρός πάνω στη σωρό σου
ξεδιάντροπα μέλη και οστά
που λαχταρούν την ανάσταση ...
κι έτσι δειλά δειλά σε καταριόμουν με το σύρσιμο της γλώσσας
κι ο λαιμός μου ακόμα διψά/ τα μαύρα σου λαγόνια τα πλευρά
τα τυφλά σου γεννήματα και τη μνήμη
ανοικτός σαν τάφος του τάφου/
ανοικτός σαν την κοιλιά της ανάσας ...
Το θάνατο, δεν φοβάμαι
δεν φοβάμαι πια να πεθάνεις
κι ούτε κι εγώ/
Μ' ένα νήμα ξεκαθάρισε η μέρα μας!
μ' ένα νήμα ξεκαθάρισε η μέρα
ή τα μεγάλα μέλη, ή ένας ουρανός από ανάσα και θαύματα αδιάφορα
τη νύχτα που όλα διαλύονται και χτίζονται ξανά μέσα στο ψύχος
στα χέρια μου κρατούσα ένα παράθυρο από θλίψη,
μια ρίζα μητρική, πατρική, ένα ολόκληρο σπίτι,
μια χιλιετία σε φύλλα και σε άχυρα
κι έτσι στο χνώτο κοντά, να γεννηθώ μπορούσα πάνω στην κοπριά
και χάθηκαν όλα
ένα πρόσωπο λευκό, τα πέταλα, τα πόδια, οι μπότες και οι σφήνες
και μίκρυνες,
από πάνω ως τη σκεπή,
άνδρες των ερειπίων και γυναίκες μικρές από το στήθος στο γόνατο,
μ' αυτή την άμοιρη ψυχή,
και ξεκοιλιάστηκες ...
Ω να μπορούσα να χωρέσω στο χορό σου, γυμνό σώμα, χαμένο σώμα
να μπορούσα να χωθώ στο σωρό σου, παγωμένο κορμί, μαυσωλείο
άκαμπτο λουτρό, ριπή και λεπίδα
στη ράχη σου πάνω να γευτώ τα μαλλιά σου την άνοιξη που αλυχτάς
κόλαση, ήλιε μεγάλε των δακρύων, τι θέλεις ακόμα να πείς;
Ω να μπορούσα να σε σκοτώσω και πάλι, με τα χέρια μου τώρα
αρπάζοντάς σου τη ράχη ή την καρδιά και κρατώντας ψηλά
ένα καθρέπτη της τύχης σου, τη γέννηση των παιδιών του θανάτου
τότε που αγαπούσες ακόμα τη ζωή και άνοιγες τα μάτια στο φως
αν τραβήξω λίγο ακόμα που θα πάει ξεχειλωμένο το θάρρος της ύπαρξης
που γλυστρά στο χαρτί;
σ' αυτή την άβυσσο σ' αυτή τη σωρό ...
μια συγκέντρωση από μέλλον, ένας σωρός
ο σωρός μου, μία σωρός εγώ
μία σωρός από τις έρπουσες στιγμές των σωμάτων
σκληρές αυστηρές λουτροπόλεις όπου λούζονται τα πάθη ξανά και ξανά
στο νερό, τα χέρια τα πόδια τα στόματα
η γούβα στην κοιλιά που υποχωρεί ξαφνιασμένη
Στις μεταξύ μας μάχες στις μεταξύ μας ξαφνικές ριπές
πάντοτε καλούσα δυνατά το θάνατο, τον θάνατο αυτόν
Πάντα καλούσα το θάνατο, το θάνατο αυτόν,
να έρθει να μας βρεί, μ' αυτή τη φοβερή ορμή που ξεσπά
Το θάνατο, κι έτσι δειλά δειλά σε καταριόμουν
κι εσύ, πέπλο, σωρός πάνω στη σωρό μου, άνοιγες
ξεδιάντροπα μέλη και οστά
κοκκαλωμένος
Τώρα είμαι έτοιμος είπες(είπα), καθώς η νύχτα περνά στη μέρα και πάλι
σε μια δύσκολη μέρα ...
Ν.
(εικόνες Dante, Greenaway)
2 σχόλια:
Πολυ περιεργες οι φωτογραφιες.Που τις βρηκες;
ορατό και αόρατο ..
πίσω απ τα μάτια και στα μάτια ανάμεσα ..
φαντασία και πραγματικότητα παίζουν πόκερ μπλοφάροντας να εστιάσουν
-ή τάχα ν΄ απεστιάσουν ;-
το νόημα, τη σημασία,
το νοούμενο ασήμαντο και το υπονοούμενο σημαντικό ..
στοιχηματίζοντας στην πλήρη αναστροφή αυτού του καρκινικού .. δίπολου ..
.. διαβάζω τη γραφή σου ίσια κι ανάποδα .. και πάλι βγαίνω στο ίδιο ξέφωτο .. στην ίδια παραλία..
ή στην ίδια ερημιά ...
Δημοσίευση σχολίου