Κάτω από την ημιδιάφανη σάρκα φαίνονται, ως υποψίες ακατέργαστες μιας λαχτάρας συγκρατημένης,
αχνοφαίνονται μέσα στη ροή των οδυνών και εμφανίζονται άξαφνα και εξαφανίζονται πάλι
όταν πέσει το φως ή όταν πλησιάσουν στην εγγύτητα
κι έτσι, βουτώντας μέσα στο γάλα, θωπεύουν το εσωτερικό της ψυχής, την ακτίνα δράσης της δράσης
και, αφαιρώντας τις προεκτάσεις, έτσι, ως κυλινδρικά σκεύη της ρευστότητας, αφανίζουν την ύπαρξη σε μια αγέννητη γέννα.
Απ' έξω όλα φωνάζουν δυνατά, μέσα στον ήλιο ή μες στο κρύο
κι ένα μαχαίρι φωτός ή πέτρας είναι πάντοτε έτοιμο να ουρλιάξει.
Αν κανείς δεν κοιτάζει, το αίμα μπορεί να γίνει κόκκινο
και τότε, η φαντασία τους γεννά, γεννά μια άμορφη μάζα.
Ωστόσο, κάτω από την ημιδιάφανη σάρκα, μπορείς να τα δεις
και μπορείς και να απλώσεις τα χέρια.
Στρατιές πολλές ή ένα μονάχα, ένας όγκος, μια ροή, μια κίνηση,
είναι ένας οφθαλμός, ένας κόμπος, μια κίνηση,
και κατεβαίνει βαθιά μέσα στα σπλάχνα,
εκεί που κρύβεται ο θησαυρός της ζωής, σε μικρά στόματα, σε λάχνες και πομφόλυγες
και σκάζει η μνήμη μ' ένα υπόκωφο κρότο.
Θυμάμαι που κλαίγαμε ο ένας πάνω στον άλλο
τα πρόσωπά μας ανακλώντας στον καθρέπτη
και από τη μέση μου έφυγε μία λωρίδα φωτός
και μια λαμπάδα πήγε και στάθηκε στο στενό διάδρομο.
Ήταν τότε που τόσο ψηλά μετέωροι θρηνούσαμε το θάνατο
και είχαν γεμίσει οι τοίχοι μ' αυτή τη μαύρη μούχλα του χρόνου
και από το λεπτό μπαλκόνι έπεφτε κυματιστό ένα δέντρο από φωνή.
Και τότε το γνωρίζαμε πως θα σε θυμάμαι όταν θα έχεις για πάντα ξεχάσει
πως τα κόκκαλά μας τρίζουν έναν αποχαιρετισμό
πως η γλώσσα μου λύνεται στο λυγμό
πως απ' το μικρό δευτερόλεπτο θα πλάθω ένα θρήνο
πως για πάντα πλαγιάσαμε σε ένα κάμπο του μηδενός
πως ήρθε η ώρα να πεθάνεις
κι εγώ να σωθώ στην αιωνιότητα
κι έτσι άνοιξα την πόρτα και μπήκα
αλλά δεν υπήρχε κανείς πια εκεί όπως παλιά
και το φως δεν ήταν το ίδιο
και ονειρεύτηκα το μετά και το άλλο
τα μεγάλα θρησκευτικά σύμβολα και τη λάμψη
το ασανσέρ, το διάδρομο και τη σκάλα
και είδα τη γερασμένη γειτόνισσα
κι ένα σωρό από στήθη, από κορμούς, από κόπρανα, από ρούχα τριμμένα
και πάνω στη μοκέτα μια γραμμή από το βάρος
κι έτσι εισήλθα στο νέο σκοτεινό φως
που ανοίγει την όραση στο βάθος και αγναντεύεις τα πέλαγα που κλείνονται στους τέσσερις τοίχους
και είπα "ποτέ ξανά τέτοια λάμψη, η λάμψη του κρίνου, η λάμψη του μάρμαρου"
όταν ξεπλένεις ένα θάνατο στα νερά του ασυνειδήτου ...
Θυμάμαι που κλαίγαμε ο ένας πάνω στον άλλο
και ένιωσα πως είχε εισχωρήσει η μέρα και η νύχτα μέσα στο κενό
πως πλατιά τα χέρια μας ακουμπούσαν σ' αυτό που δεν λέγεται, σ' αυτό που δεν λύνεται
και πως τα πρόσωπα είχαν αρχίσει να αναμειγνύονται
και έτσι, αγκαλιά με τα κόκκαλα και τις σάρκες
ξύπνησε η Γη στη σειρά της, ογκώδης, μεγάλη ...
Ν.
αχνοφαίνονται μέσα στη ροή των οδυνών και εμφανίζονται άξαφνα και εξαφανίζονται πάλι
όταν πέσει το φως ή όταν πλησιάσουν στην εγγύτητα
κι έτσι, βουτώντας μέσα στο γάλα, θωπεύουν το εσωτερικό της ψυχής, την ακτίνα δράσης της δράσης
και, αφαιρώντας τις προεκτάσεις, έτσι, ως κυλινδρικά σκεύη της ρευστότητας, αφανίζουν την ύπαρξη σε μια αγέννητη γέννα.
Απ' έξω όλα φωνάζουν δυνατά, μέσα στον ήλιο ή μες στο κρύο
κι ένα μαχαίρι φωτός ή πέτρας είναι πάντοτε έτοιμο να ουρλιάξει.
Αν κανείς δεν κοιτάζει, το αίμα μπορεί να γίνει κόκκινο
και τότε, η φαντασία τους γεννά, γεννά μια άμορφη μάζα.
Ωστόσο, κάτω από την ημιδιάφανη σάρκα, μπορείς να τα δεις
και μπορείς και να απλώσεις τα χέρια.
Στρατιές πολλές ή ένα μονάχα, ένας όγκος, μια ροή, μια κίνηση,
είναι ένας οφθαλμός, ένας κόμπος, μια κίνηση,
και κατεβαίνει βαθιά μέσα στα σπλάχνα,
εκεί που κρύβεται ο θησαυρός της ζωής, σε μικρά στόματα, σε λάχνες και πομφόλυγες
και σκάζει η μνήμη μ' ένα υπόκωφο κρότο.
Θυμάμαι που κλαίγαμε ο ένας πάνω στον άλλο
τα πρόσωπά μας ανακλώντας στον καθρέπτη
και από τη μέση μου έφυγε μία λωρίδα φωτός
και μια λαμπάδα πήγε και στάθηκε στο στενό διάδρομο.
Ήταν τότε που τόσο ψηλά μετέωροι θρηνούσαμε το θάνατο
και είχαν γεμίσει οι τοίχοι μ' αυτή τη μαύρη μούχλα του χρόνου
και από το λεπτό μπαλκόνι έπεφτε κυματιστό ένα δέντρο από φωνή.
Και τότε το γνωρίζαμε πως θα σε θυμάμαι όταν θα έχεις για πάντα ξεχάσει
πως τα κόκκαλά μας τρίζουν έναν αποχαιρετισμό
πως η γλώσσα μου λύνεται στο λυγμό
πως απ' το μικρό δευτερόλεπτο θα πλάθω ένα θρήνο
πως για πάντα πλαγιάσαμε σε ένα κάμπο του μηδενός
πως ήρθε η ώρα να πεθάνεις
κι εγώ να σωθώ στην αιωνιότητα
κι έτσι άνοιξα την πόρτα και μπήκα
αλλά δεν υπήρχε κανείς πια εκεί όπως παλιά
και το φως δεν ήταν το ίδιο
και ονειρεύτηκα το μετά και το άλλο
τα μεγάλα θρησκευτικά σύμβολα και τη λάμψη
το ασανσέρ, το διάδρομο και τη σκάλα
και είδα τη γερασμένη γειτόνισσα
κι ένα σωρό από στήθη, από κορμούς, από κόπρανα, από ρούχα τριμμένα
και πάνω στη μοκέτα μια γραμμή από το βάρος
κι έτσι εισήλθα στο νέο σκοτεινό φως
που ανοίγει την όραση στο βάθος και αγναντεύεις τα πέλαγα που κλείνονται στους τέσσερις τοίχους
και είπα "ποτέ ξανά τέτοια λάμψη, η λάμψη του κρίνου, η λάμψη του μάρμαρου"
όταν ξεπλένεις ένα θάνατο στα νερά του ασυνειδήτου ...
Θυμάμαι που κλαίγαμε ο ένας πάνω στον άλλο
και ένιωσα πως είχε εισχωρήσει η μέρα και η νύχτα μέσα στο κενό
πως πλατιά τα χέρια μας ακουμπούσαν σ' αυτό που δεν λέγεται, σ' αυτό που δεν λύνεται
και πως τα πρόσωπα είχαν αρχίσει να αναμειγνύονται
και έτσι, αγκαλιά με τα κόκκαλα και τις σάρκες
ξύπνησε η Γη στη σειρά της, ογκώδης, μεγάλη ...
Ν.
1 σχόλιο:
(αέρας τα λόγια ...
αναζητούν τη λύτρωση
στη φθορά των σελίδων .. )
Δημοσίευση σχολίου