Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

"... Φως φως φως κομμάτια από φως κομμάτια από σάρκα ..."




«και ήξερα πως ακουμπούσα ένα νεκρό

πως είμαστε πληγές, αιμάσουσες πληγές

πως δεν έχει αυγή η νύχτα
πως βουλιάζουμε και πως πνιγόμαστε μ’ ένα χάδι

και μ’ ένα φιλί πως σαπίζουμε

και λιώνουμε και μυρίζει η σάρκα μας ρημαγμένη»


























«βότσαλα της θάλασσας
οι γωνιές του σπιτιού και τα θεμέλια

η γέννα μου και η ταφή μου

ένα κυπαρίσσι και ένα πεύκο αδελφωμένα

η καμπάνα και το καμπαναριό

τα ρούχα τα παπούτσια μου

το στρώμα που κοιμάμαι

η στάση που στέκεις και των μαλλιών ο θύσανος

τα ανίερα στήθη και το δέρμα του φιδιού

οι ασημένιες πόρπες της κοιλιάς σου

και τα δοχεία τα δοχεία των πτυέλων

η τρίτη σου θηλή
η τέταρτη διάσταση»





















μάτια, μάτια εξαϋλωμένα
κι από το στόμα στάζουν
οι μέρες και τα χρόνια
μες σε λυγμούς
και το φως το φως!
πόσο ήθελα να το κάνω να σωπάσει!
που πέτρωνε κι έπειτα έσπαζε σαν κερί και γέμιζε
τη σκηνή, τη ζωή, την όψη, με κραυγές και αγωνία
κομμάτια από χαρτί, ευχές και αγγελτήρια
ποινές, εκτελέσεις, θανάτους
τομές, σίδερα, βέργες
σκοτεινές σπηλιές, σκοτεινούς τάφους

που μ’ έλουζε με μια θανατερή ματιά
και σ’ έλουζε με σάβανα αισχρά
κι έπειτα ο χρόνος
αυτός ο τύραννος
με τα σφυριά και με τα δόκανα
που ερχόταν κι έφευγε
και τυραννούσε τη ζωή

η θλίψη
ένα ένα τα πήρε όλα και τα ρήμαξε
τα πέταξε …
































Τι είμαι; τι είμαι άλλο; από ανόητες ορμές,
άλλο, άλλο από τίποτα
ήττες
συντριπτικές ήττες
τι είμαι; που φτάνει το πόδι μου; μισό μέτρο πάνω απ’ τη γη
πάνω απ’ το χώμα μισό μέτρο
και δίπλα, στη σειρά, πίσω και μπρος,
μια θάλασσα από σάρκα,
καταβόθρα ,
όπου αναβλύζει το φως,
αναβλύζει το σκοτάδι,
και από τα παράθυρα η συγκίνηση,
η συγκίνηση, η συγκίνηση …
και από τα παράθυρα η συγκίνηση κυλά
στόμα πληγιασμένο,
δόντια σαθρά, όλα ένα γύρω πονούν,
ματωμένη συγκίνηση,
η συγκίνηση, η συγκίνηση …
τι είμαι; τι άλλο είμαι;
τις μέρες όλες και τις νύχτες,
που γυρνάς από μακριά, και στρίβεις την πλάτη,
που γυρνάς από μακριά, και ολόκληρος ο κόσμος παγώνει,
και αδειάζει η κοιλιά, η ράχη, σκαλιά σκαλιά οι άδειες πλατείες,
ο σπλήνας,
και φοβάμαι …
που γίνομαι κουβάρι και πάλλομαι,
την ανάσα σου φοβάμαι, άλλο δεν θέλω να υπάρχω,
όπως μεγαλώνει η σκέψη με νήματα και πονά το κεφάλι …
ήσυχη ζωή που είσαι;
εγώ δεν είμαι από σάρκα δεν θέλω να είμαι από σάρκα
κι ο πόνος μου μόνος να στέκει σ’ ένα αστερισμό του εγκεφάλου …

ανυπέρβλητος είναι,
ο θάνατός σου,
ο θάνατος,
κι ο πόνος,
αυτό το μοιραίο εισιτήριο, το μοιραίο εισιτήριο …
κι ανοίγει το μυαλό σ’ αυτή την άναρχη δυνατότητα
σ’ αυτές τις δυνατότητες
και γεμίζω με φρίκη
φρίκη
σάρκες κομμένες
σώματα γδαρμένα
φωτιά …

και δεν μπορώ να αλλάξω αυτό που είναι
αυτό που είναι
αυτό που είναι
αυτό που κοιτώ
αυτό που ζητώ
αυτό που κοιτώ
αυτό που φοβάμαι
αυτό που πιστεύω
αυτό που είναι
αυτό που είναι ότι είναι
αυτό που πιστεύω ότι είναι
αυτό
αργά αργά όπως μεγαλώνει η σκέψη με νήματα
και πονά το κεφάλι …

Ήσυχη ζωή που είσαι;
Εγώ δεν είμαι από σάρκα
Εγώ δεν θέλω να είμαι από σάρκα
Και ο πόνος μου να στέκει μόνος
σ’ έναν αστερισμό του εγκεφάλου

Φως φως φως κομμάτια από φως κομμάτια από σάρκα
Η σάρκα σου στο στόμα μου οι σάρκες σου στο σώμα μου
Οι σάρκες μου στο φώς και λάμψεις λάμψεις οι δομές των κοκκάλων
Και τώρα πάλι χωρίς φωνή
Χωρίς μνήμη το φως
Και στα μάτια σου πάνω η στάχτη του κόσμου
Η έκρηξη του βουνού η φωνή του γρύλου
Η πέτρα και η βροχή κατρακυλούν στη νύχτα
Και στην όψη σου πέταλα πέταλα οι εγκοπές οι οπές τα εγκαύματα
Και οι εκκωφαντικές κραυγές οι θλιβερές κραυγές
Οι κραυγές τους
Σώματα γυμνά
Σώματα γυμνά
Σώματα γδαρμένα
















































«Δώσε μου δύναμη
να αρχίζω

να ξαναρχίζω

να ξαναρχίσω,

δώσε μου δύναμη

να τελειώνω

να τελειώνω

να τελειώσω εδώ,

του θανάτου τη δύναμη,

τη δύναμη του χρόνου,


τη δύναμη,
το θάρρος,

δώσε μου


το φόβο από πάνω μου πάρε,

από πάνω μου
τη δαιμονική φρίκη,
τα φτερά του ιλίγγου,

το καθρέπτισμα του βάθους,

τον αχό, τον αχό του βάθους,

αυτή τη συρτή βοή,

που περνά απ’ την πόρτα,

και σέρνεται στο πάτωμα,


πάρε
τα λόγια τα σιγανά,
το ψιθύρισμα του τάφου,

τη νύχτα,

του νου τη νύχτα,

τα ρυθμικά ουρλιαχτά,


από πάνω μου πάρε

του φόνου, του θανάτου το χάρισμα,

την πολυπόθητη αυγή,

την παγωμένη ανάσα,

των κυμάτων την ορμή


λύτρωσέ με απ’ την ώρα

απ’ τη φωνή,

τη λαλιά,

απ’ όλες τις λέξεις του κόσμου,


στάζουν αίμα
και χάνονται
στο σκοτάδι σβησμένα
του σφάγιου τα μάτια


τα μάτια μου

δώσε μου

και τη λήθη

τη δροσερή λήθη στην καρδιά του πυρός

τη δροσιά του ανέφελου ύπνου


πονούν τα μάτια μου

φεύγουν, ξεφεύγουν

και ψηλά κοιτώ και χαμηλά και χάνομαι

τα ανίερα, τα ιερά,
τις βδελυρές άκρες

και σφυρίζει η κραυγή

και η κόλαση χάσκει»


Ν.










































Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

" ... manmachine ..."





η όψη τους σα μηχανή έτσι σκληρή και βαριά
με κλειστά μάτια
και τη σκόνη των δρόμων στις άκρες
και τη μαυρίλα



όρθιοι στα πενήντα
ευδιάθετοι
μάτια λαμπερά
μια ηλιαχτίδα του απογεύματος στην τσέπη

τα παιδιά τους

και στις μασχάλες δυο φωνές
μια ανάσα
άπλυτα ρούχα
στην αποθήκη
μια ζεστή φωλιά το καλοκαίρι
μακριά απ’ όλους
και στην κοιλιά μια σύσπαση του γκρίζου

όταν τα έργα ανοίγονται στο χρόνο
σαν αυλές πατρικές και χαμόγελα







η βάση του λαιμού
ξανθιά και κόκκινη κρούστα
τύρφη και σκόνη
επικονίαση και σπορά
ανθοφορία και βλάστηση
με τους ήχους των μελισσών στο μακρύ χειμώνα
κι ένα μυρμήγκιασμα λεπτό από σειρές σειρές ακροδακτύλων

ελαιόφυτα στήθη και στέρνο
που αγριέψαν το περσινό καλοκαίρι
και άκρες ξερές στα κλαδιά των μαλλιών
γκρίζα και ασημένια φύλλα που ανακατεύονται στον άνεμο

ένα σκαθάρι που τρυγάει και σκάβει
ένα δάχτυλο παιδιού και μια ανάσα στης αράχνης το δίχτυ

κι όπως ένας μοχλός ή μια εσοχή το στόμα
τα μπουλόνια
οι ακτίνες
το μεταλλικό σώμα
η πλατιά βάση
τα ελατήρια
η σύσπαση των μυών
η μυρωδιά της βενζίνης
το λάδι

μυστηριώδεις χυμοί
και πάνω στο κάθισμα
ψίχουλα ή αποφάγια
μιας άλλης μέρας
ανήσυχα πόδια και κάλτσες
σακούλες πλαστικές κουβάρι
και ένα ξεχασμένο μολύβι
χαρτιά ξεθωριασμένα
μια απόδειξη ή κάτι κολλώδες
ένα σαπισμένο λάστιχο
ένα νόμισμα ευτελές
ο καθρέπτης
μ’ ένα στρώμα λεπτής σκόνης
αδιόρατης θλίψης
το βλέμμα του ήλιου του απογεύματος στο μάγουλο
λεκέδες στο ύφασμα
κύτταρα δέρματος
ή σταγόνες της βροχής
λάσπη και τρίχες απ’ τα μαλλιά και σήματα
σήματα πολλά
αγώνες δρόμου, δρόμοι αγωνίας
δρόμοι ταχύτητας, συγκρούσεις τρομακτικές
βία
βιασύνη
μια ανοικτή πληγή στα δέκα μέτρα
κάτω απ’ τον πήχη
κάτω απ’ τη μασχάλη
κάτω απ’ την κοιλιά
ένας σωλήνας παλιός αδιέξοδος
μια ξοδεμένη μέρα
η εξάτμιση που στάζει
μια ξοδεμένη ζωή
και η ράχη
γραμμές και καμπύλες
ρινίσματα σκουριάς
ρωγμές
το χρώμα
το βάρος
η ανάταση
η συστολή
η μεταφορά
ο καπνός
σταγόνα σταγόνα
μια εξάτμιση πικρή
με λυγμούς
ένας άξονας τρύπιος
ρούχα άπλυτα
κιτρινισμένα λευκά μεσοφόρια
οι σταγόνες απ’ τη βρύση του μπάνιου
το επίχρισμα του γιαουρτιού
το μπλε σου σακάκι
κομμάτια κεριού στις παλάμες
στους ώμους
ένα νεύμα ματαιωμένο
ή μια λάμψη στα μάτια
σα σπίθα
αυτός ο σκληρός μοχλός
που δύσκολα γυρνά
ξερές πευκοβελόνες
γράμματα της βροχής
φύλλα ευκαλύπτων
δάση καμένα
πληγωμένοι κορμοί
ομιλία λευκή και παχύρευστη
τι είπες,
τι θα πεις
ή που δάκρυσες
τα χέρια σου της αφής
ή τα χέρια του πόνου
οι ασφάλειες
οι μονώσεις
το κεντρικό κλείδωμα
το τσάι
ο τρόπος που βάζεις το ένα πόδι
πάνω στ’ άλλο
το τρίγωνο της κοιλιάς,
το τετράγωνο
η σόλα των παπουτσιών
η οσμή σου
τα μάτια και η καρδιά
της μάνας σου
το ψέμα
του πατέρα
η φοβέρα του κόσμου

όλα

δίπλα στο τιμόνι
το φλας
οι ενδείξεις
ο τρόπος που κρατάς το μήλο
ο τρόπος που κρατάς την έριδα
η ξαφνική ροή
οι συσπάσεις και οι διαστολές της γέννας
στην άθλια τούτη κάμαρη
η συντροφιά του τοίχου
η αγάπη του πατώματος
το πέταγμα της μύγας
η βουβή κραυγή
το βουβό και ψυχρό σύμπαν
οι εκρήξεις του θάρρους και οι ηρωισμοί




όλα

ρυάκια και ρωγμές
χείλη και δάχτυλα
δάκρυα
χρώμα
χτύπημα

όλα

τα ευαίσθητα βλέφαρα
ατσάλι
μέταλλο
ρινίσματα
σκόνη
μηχανή
λωτός
νούφαρα
στάχτη
ο τρόπος να είσαι
ο τρόπος να κοιτάς
ο τρόπος να είσαι
βαθιά μέσα στον τοίχο
τα συρμάτινα νήματα
η απουσία
το σκοτάδι

βαθιά μέσα στο σίδηρο
το χέρι φυλακίζεται

η αόρατη καρδιά του μετάλλου


(photos by Robert Flynt)

αυτός ο τρόμος στη θέα της σάρκας η μυρωδιά από τα ρούχα που γδύθηκες και το φάσμα του σώματος που ξεθωριάζει

N.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

"... αδύναμο κορμί αδύναμη ζωή ... κι εσύ μες στο θολό κόσμο ...".












... τρίμματα από την περσινή σου καρδιά

υπολείμματα
απ’ τις βλέννες της περσινής γέννας
τα έμμηνα
το γαστρικό υγρό
οι νύχτες του έρωτα
η λάσπη του έρωτα ...


... μάτια πλημμυρισμένα

τα δάκρυα των κεριών

το τυχαίο το απαλό φιλί στο μάγουλό σου

μια πεταλούδα σα σκιά στο σβέρκο σου

και η άνοδος, η πτώση

η γραμμή του ουρανού στον καθρέπτη ...





















εσύ που κρατούσες στα χέρια σου και στην κοιλιά
τις τύχες του κόσμου
σαν σπαρταριστό πουλί
σαν καρδιά από πέτρα
πάνω στο τραπέζι απλωμένος
με μια δράκαινα στην κοιλιά
με τις κοπριές των αλόγων
και τις μύγες του απογεύματος να ψέλνουν





























που πήγε η ατσάλινη μέση
αυτή η πνοή η συντροφική
στο αυτί το ψιθύρισμα της αγάπης
το λουλούδι του κόσμου και του φωτός
η χλόη της ευτυχίας
η σιωπηλή πνοή των αγοριών που μεγαλώνουν
τα γλυκά γλυκά μάτια των κοριτσιών
που μυρίζουν τα ρόδα




















... όλες αυτές οι χαμένες λέξεις

η γέννηση
η τροφή
η απόλαυση
και η σήψη

τα άγνωστα σώματα
και οι παράλληλες μέρες

για πάντα άγνωστες και ξένες

η θρυαλλίδα απ’ το γόνατο
ο ιδρώτας στην παλάμη

το δασωτό στήθος
η κουρασμένη γλώσσα

οι φλογισμένες σπηλιές
οι γλιστερές κατηφόρες

αυτές οι συραγγώδεις διαστάσεις
οι συσπάσεις της καρδιάς σου

και οι μορφασμοί στον καθρέπτη

αυτός ο διψασμένος δαίμονας του τάφου
και ο σκώληξ της σαρκός
που ριγά κάτω απ’ τη γνάθο σας ...


Ν.


Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

"... Γερμανία : faschismus ..."

"... δάκρυα θέλουν να βγούν, το κορμί φουσκώνει κι ανατριχιάζει
όπως όταν έρχεται η συγκίνηση ζεστή που στάζει
και φυσάει ένα ζεστό σύννεφο από εικόνες κι αισθήσεις
όπως τότε που άφηνες την πόρτα ανοιχτή
και μπήκε ξαφνικά ο νοτιάς φυσώντας
το σπίτι
φουσκώνοντας τη ζωή, γεμίζοντας τους πνεύμονες
κι έτσι με τη θαλπωρή κύλησε το βράδυ
όπως ένας κουρασμένος άγιος
ένας άγνωστος τόπος
που ήρθε με κρίνα ..."




























(renzo vespignani: si arrende)





"... η πλάτη σου, η ράχη σου που ριγά
μια δίψα για θάνατο
μια ανάσα κουρασμένη
τα χέρια μας να τρέμουν μαζί
κι ό,τι κι αν ήθελα άλλο δεν πάει να θέλω
αυτά τα μακρυνά τοπία του απέραντου
όπου σα μάρμαρο ο εαυτός επιπλέει
κι αυτές τις εκτυφλωτικές σιωπές του φωτός
με το κελάιδισμα του νερού
και το φτερό του κοτσυφιού
με το διάφανο φύλλο
πράσινο να πεταρίζει
και να λυγά
όπως το χνούδι του βαμβακιού ένα σκληρό καλοκαίρι ..."

Ν.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

" Μούσα πολύτροπος .."

(Μούσα: 1996 – 21/10/2009)

Μούσα πολύτροπε, τραγούδησέ μου στις συγχορδίες των κλαδιών και στις σιωπές του δάσους πλάι στη θάλασσα.. Την ώρα που θα ξημερώνει, η αύρα θάρχεται στο προσκέφαλό μου, θ ακροπατά στο χνάρι των βημάτων σου και παρουσία θα γίνεται στα μαλλιά, στον ώμο, στην πλάτη, στην παλάμη μου..

Μούσα πολύτροπε.. Στη μνήμη σκήνωνε κι επέστρεφε, κάθε που πόλη καταφυγίου επαίτης διψασμένος για ένα χάδι σου αναζητώ..

Μούσα της καρδιάς.. Ό,τι κοινό αγαπήσαμε πολύ κι ό,τι κοινό, πολύ σ αγάπησε, μας δένει..

Μούσα της μνήμης -κι όχι της λήθης.. Θα είσαι πάντα ‘εκεί’. ‘Εκεί’, που πάντα ήσουν.. Ανάμεσά μας !

(Αφιερωμένο στη Μούσα και σ΄ ό,τι 'κοινά' πολύ αγαπήσαμε)


A ^j^

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

" .. Αντέχει η αριθμητική σου ένα ακόμα δύσκολο πεπερασμένο ; .."

Λεωφόρος Αχαρνών 395 - 14/10/09


".. και οι καθρέφτες του απογεύματος στη λίμνη του Νάρκισσου, πόσα κομμάτια γίνονται με την Πανσέληνο ; Κι απ το βυθό, το ανάποδο καθρέφτισμα στην επιφάνεια πόσα κομμάτια γίνεται για μια ανάσα αέρα ; "



".. Την έκπληξή μου θα κρύψω κάτω απ΄ τα νούφαρα της λίμνης σου και από τα φύλλα του κισσού κι από τον ήχο των φυσαλίδων που ανεβαίνουν με τη θερμοκρασία στην επιφάνεια. Και μέσα από την πράσινη και τη σταχτιά γλίτσα των φύλλων σε αποσύνθεση, θα ανασύρω μνήμες των νεαρών βλαστών, που αμέριμνοι φωτοπολυμέριζαν τη χλωροφύλλη τους την επιούσια σε κάθε βάρδια του Ήλιου, με τη συνέπεια της νομοτέλειας και της ανάγκης του να επιβάλλεται ηγέτης και αρχηγός και βασιλιάς και άρχοντας της μέρας και των καλοκαιριών.. Πώς να κρατήσω του εφήμερου την απάτη, την προσμονή και την ελπίδα μιας επιφάνειας και του βυθού την προστασία; Και πως ν απλώσω τη μορφή και τα κομμάτια μου στην επιφάνειά σου και την αφάνεια άλλοθι νάχω και διαφυγή; Την έκπληξή μου θα κρατήσω στη φούχτα, φυλαχτό και όπλο μυστικό και απλή απάντηση και άφωνη αποδοχή. Και θάχω απέναντι στην άμεση, την προφανή και την απάντησή μου την πιο επιθυμητή τη μάχη την άνιση να δώσω με κάθε εξάρτησης και πάθους και εθισμού ανάσχεση. Κι ανάμεσα σ ανάσες αλκοολικές και δάκρυα νικοτίνης φτωχός κι αδύναμος επαίτης των κυττάρων σου θα στέκομαι σε μια γωνιά να ζητιανεύω σταγόνες κλεμμένης ζωής από τη φοβική στατιστική του επέκεινα. Και ποιά απάντηση επιθυμητή χώρο και χρόνο βρίσκει ν' απλώσει την αλήθεια της στη δύναμη την άνιση της συνήθειας των χρόνων πίσω και στην υπεροχή του σεβασμού και της αποδοχής του 'γίγνεσθαι' και του 'είναι' του αλλότριου και του αγαπημένου; Την παγωμένη ώρα, λίγο πριν ξημερώσει, πνίγομαι στην αλήθεια μου και άλλοθι βρίσκω στα όνειρα που αρχίζουν ή που τελειώνουν πριν τερματίσει ο ύπνος τη βάρδια της νύχτας και πριν φορέσω τη στολή παραλλαγής .. Πόσα κομμάτια θα μετρήσω ως την αλήθεια μου;.. Πόσα κομμάτια περισσεύουν απ΄ την αλήθεια μου και πόσα ακόμα κρύβονται στου χρόνου τις πτυχές; Λόγια, λόγια και σκέψεις άδηλες και σιωπηλές.. Σαν ξημερώνει, το σκοτάδι είναι ακόμα πυκνό. Και κάνει κρύο. Αυτή την ώρα γυρεύω στων σπλάχνων σου τη θαλπωρή και στο ρυθμό του αίματος, νήμα και νόημα για το λαβύρινθο και για την απορία. Γυρεύω απ την ανάγκη σου να σπλαχνιστεί την αγωνία μου και στο crescento των παλμών σου αναζητώ μια επιβεβαίωση, μια επαλήθευση στην πράξη της δύσκολης αφαίρεσης του περιττού 'Είμαι' και της διαίρεσης του ακέραιου 'Εγώ'. Να κάνει την ανατροπή προσθέτοντας.. Και μια υπέρβαση, πολλαπλασιάζοντας ό,τι πολύτιμο κι ό,τι δυσθεώρητο κι ό,τι ελάχιστο κι ό,τι κρυμμένο ή ό,τι ανομολόγητα κατακτημένο πέρα από κάθε προσδοκία ή δεδομένο σύμβασης.. (Και μένω 'Εδώ' κι εμμένω ''Δον Κιχώτης' αμετανόητος, νάχω με ανεμόμυλους να μάχομαι χωρίς απάντηση προφανή σε όποια ερώτηση. Και μόνο εσύ γνωρίζεις τις κερκόπορτες κι ορίζεις καί της άλωσης καί της πολιορκίας τις στρατηγικές.. )

-Σαν ξημερώσει, αν είσαι 'Εκεί', όμορφα ο Ήλιος θ΄ ανατρέψει φόβους με την ψευδαίσθηση της θαλπωρής και την υπόσχεση μιας επανάληψης.. "



A^j^

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

'… Όλα σε μια μηχανή κιμά κι η κόκκινη κλωστή θα τα ενώσει …'

"..Κι είπε ο ημίθεος, σαν πέρασε η ζάλη της μέθης από το νέκταρ των Θεών :

broken-glass and blooda

‘.. Κι από το τάσι του χρόνου δε σώθηκε ούτε μια στάλα.. Μόνο γυαλιά σπασμένα,σπλάχνα χυμένα στο πάτωμα. Χειρονομία απέλπιδα και –εν δυνάμει- ματωμένη κάθε προσπάθεια να επιστρέψει η εντροπία τους στο ελάχιστο. Θα συμβιβαστεί .. Μ΄ ένα vitro κατά νου θα συμβιβαστεί .. Θα συμβιβάσει κάθε πρόθεση αναστροφής του χρόνου. Το ξέρει, μερικά πράγματα είναι πέρα των δεδηλωμένων προθέσεών του και πολύ περισσότερο πέραν των δυνατοτήτων του .. Μερικά πράγματα τον ξεπερνούν και αποκαλύπτεται. Κι η δυσκολία να το κατανοήσει αυτό, είναι ευθέως ανάλογη του ήθους που υπολείπεται αλλά και του ‘ήθους’ που επαίρεται ότι διαθέτει. Η μνήμη, –αν υποθέσουμε ότι δεν περιλαμβάνεται στο πακέτο προσφοράς οργάνων σώματός του σε αναξιοπαθούντες του 'είδους' του, ως πράξη ύστατης μέριμνας της υστεροφημίας του, ενδεχομένως και να έσωζε το ελάχιστο αξιοπρέπειας. Αλλά μάλλον εκεί, στη θύελλα αξιών και εννοιών μέσα στη στείρα φιλολογίζουσα καταιγίδα του εν κρανίω, μόνο σαν εργαλείο μνημονικών κανόνων για αποστήθιση και παπαγαλία λέξεων προς εντυπωσιασμό χρησιμοποιείται πλέον.. Τα μάτια.. Είναι τα μάτια πύλη σίγουρα για τον 'μέσα κόσμο' και μονοπάτι για το σκληρό πυρήνα της επικοινωνίας.. Υπό τη βασική προϋπόθεση να υπάρχει ‘μέσα κόσμος’ και βούληση επικοινωνίας. Τα μάτια αλλιώς, Δούρειος είναι ίππος και εισβολέας δόλιος προς άγρα θυμάτων και όργανα βασανισμού των ευπειθών. Κι ο λόγος.. πλάνος και στείρος και δυνάστης. Και ψεύτης γητευτής. Το ξέρει! Και τώρα, αναπολόγητος πια ας αναλογιστεί τη μοναξιά της θάλασσας μέσα στα μάτια του και μέσα από τη θύελλα ας μαζέψει τα κομμάτια του, vitro να κάνει στο αίμα του βαμμένα… καθώς σχεδία διαφυγής σε μυστικά τοπία της νύχτας και σε κήπους δε θα υπάρχει πια.

Λύπη.. Δεν έχω λύπη. Σιωπή μονάχα, σαν το τραγούδι της ανυποψίαστης γοητείας τις μέρες της πολιορκίας των κάστρων.. Μονάχα σιωπή. Και μια απορία κατευόδιου για την απομάκρυνση απ το ταμείο σαν εξοφλήσω τα οφειλόμενα της πλάνης …’

Κι έδωσε μια κλωτσιά στη ανέμη να βρει το μίτο της ματωμένης κόκκινης κλωστής ν΄ αρχίσει νέους μύθους να υφαίνει. Και σαν το Σίσυφο, αποφασισμένος άρχιζε να υπολογίζει του νέου βάρους την κατανομή στις πλάτες του, διαγράφοντας με τη ματιά την κλίση της νέας ανηφοριάς που απλώνονταν μπροστά του .."

..Στο τέλος των καλοκαιριών … Αφιερωμένο!

A^j^

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

'.. timeless need..'

'Before Treatment' (Rothko)

"..Es ist nicht die Notwendigkeit, Du kennst mich nicht gut, niemand kennt mich.
Komm nicht zurück, bitte mich um garnichts
Verschwen de mich nicht nur für eine Nacht
Ich geh in den Schatten
Das Licht blendet mich, die Wörter machen mich krank
Ich habe es satt.
Ich will nicht erklären, du musst dich entscheiden …”

Χ & P Katsimixas

".. Κι είναι η σοφία που την απόσταση υπαγορεύει.. Kι είναι η σιωπή που απ τη σοφία υπαγορεύεται .. Κι ο χρόνος αναλώνεται στη σιωπή και την απόσταση μακραίνει και μεταλλάσσει τη διάστασή του κι αλλάζει τους ρυθμούς καθώς στα δάχτυλα μετριέται.. Και καταργεί τα δάχτυλα.. επικαλούμενος στο νεύμα μιας θάλασσας το θάρρος και την κίνηση πέρα απ τον άνεμο, πέρα απ τα κοπάδια τ' απλωμένα στα λιβάδια της, τα τοπία του βυθού και τα θαλάμια της φυγής. Κι ο χρόνος αναλώνεται ελπίζοντας στο βλέμμα το ‘εντός’, στην προβολή της αίσθησης και του αισθήματος σε χρόνο αν-ύποπτο. (Μιας προσδοκίας άκρον άωτον ή μιας ανάγκης θώκος;) .. Και υποθέτω, σε μιας ανύποπτης ανάσας στρόβιλο μια σύμπτωση κέντρου με κέντρο, που περιφέρεια ελεύθερη να ορίζει. Κι έτσι ανεπαίσθητα στρόβιλους κλέβω απ΄του ύπνου σου την πιο μικρή ανάσα με το πτερύγιο της ακοής και με την άκρη του αγκώνα και με την άκρη του καρπού και με την άκρη των βλεφάρων. Και με του δέρματος το ανάγλυφο από του αίματος τους θρόμβους και των παλμών την αίσθηση. Και πάλλομαι, δονούμαι, συντονίζομαι σε μύχιες ιδιοσυχνότητες και σπάω και χωρίζουν τα κομμάτια μου και τόπο ψάχνω να χωρέσω σ ένα ψηφιδωτό αν(τ)οχής, πληρότητας και απουσίας. Να χωρέσω, να συγ-χωρέσω ό,τι ατίθασο ξεφεύγει φοβισμένο και φυγαδεύεται μέσα απ΄τα δάχτυλα, μέσα απ΄ τα βλέφαρα, πίσω απ΄ το βλέμμα .. Και όλα αντι-κείμενα, στέκονται εκεί, παρα-κείμενα μετέωρα και ασαφή υπο-κείμενα. Αδύναμα να βρουν μια θέση άλλη πέρα απ της μνήμης μου τη θέση κι απ΄ την αφή στης μνήμης σου τα ταμεία .. Και (εμ)μένω εκεί, εκστατική με τους αλγόριθμους, που μια συνήθεια συντηρεί ερήμιν του καθρέφτη σου και της αλήθειας της κεκτημένης σου το απόλυτο .. Και μένω εκεί, σ΄ αναμονή, τόπο να βρω για να χωρέσω σε μικρές όψιμες καλοκαιριές και σε στιγμές ά-χρονες μιας προσδοκίας. Σε περιθώρια διάκρισης ή .. ‘εκ του υστερήματος’ να βρω διάσταση και χώρο. Και περιγράφομαι και περιέχομαι και περιφέρομαι και συντονίζω την τροχιά με περιφέρεια αντικριστή , γρανάζι και τροχό κι ανάσα αναγκαία και ικανή όσο η απόσταση ασφαλείας μεταξύ τους .. με μιας ακτίνας διαδρομή κλεμμένη από έναν Ήλιο ευεργέτη ή ένα πορτοκαλί ποδήλατο δραπέτη από μνήμες έφηβες .. Ένα ποδήλατο έφηβο σε πτώση κατακόρυφη και κλίση κάθετη .. στη διαδρομή με απόλυτο 'δυικό αριθμό' και χρόνο ά-χρονο σκληρό παρελθόντα έως και αμετάκλητα Μέλλοντα .. τετελεσμένο .."

('..Εδώ, μ΄ ακούς; .. ακόμα και τη μέρα ψιθυρίζω σκέψεις και σαν σε νύχτα ακροπατώ με σεβασμό στου ύπνου σου την παράδοση και σε ταξίδια λογισμών, που αντιστρατεύονται την 'παρουσία' σου σε κάθε χρόνο μου Ενεστώτα ..
Εδώ, μ΄ ακούς; Μ’ ακούς που συλλαβίζω με φωνή (ποιός-θα-το-πίστευε) Ενεργητική καθώς Παθητική φωνή αρθρώνεις σε παύσεις και σιωπές, σε όνειρα κι εφιάλτες ανάμεσα, σε ώρες όψιμες μιας.. Καλημέρας ; Εδώ! .. μ’ ακούς που Ξενυ(χ)τεύομαι 'σιωπηλά' θεραπαινίδα της σοφίας για μιας ..Ξενιτεμένης Καλημέρας .. αντίδωρο ; ..)

.. Καλημέραα!



A^j^

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

.. μια δίνη, μια ελεγεία, μια επανάληψη




Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με --
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1912)


"...Από το χέρι παίρνε με κι απ' τα κρατήματα της σκόνης και της λήθης ... Έλα και παίρνε με απ τα θαλάμια της συρρίκνωσης κι απ το λευκό κελί της πιο ανάδελφης μοναξιάς. Εκεί που τάχα φταίνε οι αποστάσεις και οι περισπασμοί της καθημερινής δαπάνης από το δάνειο του χρόνου ή εκεί που τάχα οι προθέσεις γυρεύουν άλλοθι για το 'ευτελές' τους. Έλα, έλα και παίρνε μέσα απ τα κύματα κι από τις δίνες της σκέψης και σαν σχεδία απ τις στιγμές του πανικού μ ανάσες δύσκολες και φειδωλές φυγάδευέ με. Μ΄ ανάσες, της ασφυξίας συμισακές φυγάδευέ με. Κι από τα λόγια που δεν τόλμησαν να γίνουν ήχοι, το νόημα πάρε, την αγωνία και την πνοή που δεν αξιώθηκαν να καταθέσουν στην εκφορά τους. Μακρύνομαι, νυχτώνομαι κι αγγίζω την ανάγλυφη υγρασία του όρθρου στα μέλη και στα βλέφαρα, που ξάγρυπνα μια προδοσία ομολογούν στην αγκαλιά του Μορφέα. Κι αχ! δε με ξέρεις. Και συ ακόμα δε με ξέρεις. Κι ίσως κάνεις, κανείς δε με υποψιάζεται, κανένα δεν αφήνω -ίσως από άμυνα να μη ραγίσω στο βάρος της παραδοχής ενός ανομολόγητου 'λίγου' ή ενός αβάσταχτου 'πολύ'. Ή του 'τεράστιου' της μοναξιάς ενός ανάδελφου 'εντός' .. Κι έτσι ακριβώς πλανιέται αντίστροφα η υποψία πως κανένα δε ξέρω κι εγώ. Υποψιάζομαι αυτή τη μοναξιά της απόστασης και της απουσίας παντού, ακόμα και μέσα στο πλήθος γύρω, στο πλήθος το εντός, στο πλήθος .. γενικά. Υποψιάζομαι.. Σκιάζομαι και παγώνω σαν το κρυφτό του Ήλιου σε μια έκλειψη.. Στις ώρες τις μικρές της μάταιης προσμονής και της ψευδαίσθησης μιας παρουσίας κι ενός ολογράμματος ιδεατού του κόσμου γύρω και της αγαπημένης μορφής, έξω απ΄ τον κόσμο σαν περιέρχομαι μες στα σκοτάδια τ αξημέρωτα ..έλα, στις ώρες αυτές τις ανύποπτες έλα και παίρνε με.. Μες τα σκοτάδια όλων των ωρών της μέρας. Και των μικρών της νύχτας. Και μουσικές υπέροχες και χρώματα και θεωρήματα και θεωρίες και αξιώματα και γενικώς πειθούς τεχνάσματα και σμύρνα και χρυσό και μύρα φέρε μου, να ξελογιάσεις τους δομημένους λογισμούς της άμυνας και των φόβων των αρχέγονων και της δικλείδας της ασφάλειας την παγίδα . Φέρε στις φούχτες γιατρικό και ίαμα για τα μάτια και για την 'όραση' εκείνη την 'εντός', που τα περί-Τεχνα αναζητά παντού και Τέχνης μορφώματα και πλάσματα της έκφρασης και της ανάγκης πλάθει. ΄Ιαμα στάλαξε στα μάτια τα 'εντός' ν' αντέχουν το σκοτάδι γύρω, μα και το φως το αλύπητο και το άπλετο κι εκείνο το απρόσιτο το κόκκινο βαθύ του δειλινού λίγο πριν το σκοτάδι, που σαν το βλέπεις μόνος τυφλώνει κι απαξιώνει κάθε ομορφιά. Κι εκείνη την ανατανάκλασή του στη θάλασσα, που σαν κοιτάς κόντρα, χάνεις τα περιθώρια, τα όρια, τον ορίζοντα ..τερματίζοντας το κοντέρ στην παραλιακή .. τερματίζοντας τη σκέψη -έστω σαν σκέψη εκεί, στο επίπεδο, στην ευθεία, στο σημείο .. στο σημείο Αιχμής ..στο σημείο Φυγής, στο σημείο Μηδέν. Κι η σκέψη να γυρίζει μυστικά κι αργά με εμμονή καρέ-καρέ τη 'Φαίδρα' μόνο για μια υποψία, μόνο για μια στιγμή, σε μια στροφή, σ΄ ένα crescento .. για ένα salto mortale.. Έλα! και παίρνε με όπως κι όσο κανείς κι όσο ποτέ.. Έλα, ξεγέλασέ με πάλι και αποπλάνησε τις άμυνες και κάθε ρίψασπη λογισμό παραίτησης. Μια αιτία κι ένα λόγο μηχανέψου ξανά να πείσεις, να ΜΕ πείσεις.. Να πλανευτώ, γι ακόμα μια φορά να σου δοθώ ... για ακόμα μια φορά ... και πάρε τη ματιά, τη σκέψη και τους λογισμούς από τη μέθη της ταχύτητας κι από την πλάνη της φυγής. Κι έλα ξανά και ΤΕΧΝΗέντως ΤέχνηΕΝΤΟΣ μ οδύνες γέννας αξίωσέ με και κάθε απέλπιδα παρόρμηση διασκέδασε και μάκρυνέ με απ τη σαγήνη των σειρήνων της. Κι έλα λοιπόν.. Έλα .. ΖΩΗ, και παίρνε με απ΄ το χέρι κι αιτίες δώσε και αφορμές να 'Είμαι' εδώ .. για 'τώρα' και για λίγο πιο 'μετά' ... Κι είναι αυτό μια πρόκληση ασήμαντη στο μέτρο μιας ασήμαντης περαστικής φιγούρας, όσο ένας κόκκος σκόνη στην πλάστιγγα του κόσμου. Και μια υπόθεση ανάλαφρης βαρύτητας μ αντίσταση στον άνεμο μηδαμινή σαν το μικρό φτερό απ το πετάρισμα μιας νιόβγαλτης Συλβίας ... μ΄ όλο τον ίλιγγο ενός ωκεανού να χάσκει κάτω σαν απειλή -ή σαν κατάληξη εφιάλτη, νωρίς ξημέρωμα Σαββάτου πριν η ψευδαίσθηση του Ήλιου σπρώξει και πάλι την κοτρώνα του Σίσυφου για ακόμα μια μέρα …





… Έλα και παίρνε με ..λοιπόν … αγαπημένη (ψευδ)αίσθηση. Ελπίδα φρούδα στ όνειρο του Σίσυφου, ξεγέλασέ με πάλι και ζώντας να ονειρεύομαι Ζωή .. 'αλλού' …"








A^j^

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

"... Πόσο μεγάλα ήταν όλα; ..."


(re-photographed)







"...
νυχτερίδες κρύβονται στην παιδική καρδιά
καθώς κατεβαίνεις τις σκάλες
κάτω απ' τον κισσό
φωλιάζουν οι λύπες και οι χαρές ξεχασμένες
άδειες ντουλάπες έρημες πόρτες
και η γυάλινη σφαίρα του κόσμου
αθώο χορτάρι ζωηρό ψηλό ανασαίνει
σκιασμένο απ' τον καιρό
κάτω από ξεχασμένες κληματαριές οι ίριδες
κι εσύ, μετά από χρόνια
εγώ, μετά από χρόνια
κι έχεις τη νυχτερίδα στα χέρια
τι διάφανα φτερά!
Πόσο μεγάλα ήταν όλα;
το πανηγύρι της ζωής
ο κορμός της χαρουπιάς
Τι θέλεις στην παιδική μου φωλιά;
μετά από χρόνια πατάς το χορτάρι μου
πλάσμα της νύχτας
άσχημο πλάσμα
τι διάφανα φτερά!
..."



(re-photographed)


"...
πάνω στα μάτια σου μια σκιά
και πίσω στους κροτάφους ένα σπήλαιο
και χέρια πολλά και πόδια ανακατεμένα
και απο τη λάσπη λουλούδια και σπέρματα
και μια σοφία φρικτή
ο ήλιος που χαίρεται σαν παιδί
ο ήλιος που πεθαίνει σα γέρος
..."


Ν.

Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Ξαφ-ΝΙΑΖΟΜΑΙ !

Σιώπα !
Και να θυμάσαι
με πόση δοκιμασία απόχτησες
την αρετή ν' αγαπάς.

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

«.. Λέξεις και λέξεις και λέξεις σμιλεύω. Kαι περι-Γράμματα με όρια. Κι ελάχιστα και μέγιστα και έννοιες ασύμπτωτες και φόβους επανάληψης ατέρμονης και μόνης. ..Κι ολομόναχης. Κι η μοναξιά της ανεξαρτησίας να κλείνει βράδυ την πόρτα και απαλά στο πόμολο να κρεμάει μιαν αρμαθιά κλειδιά σαν να προλάβει τάχατες μηχανικά στη μνήμη να περάσει κανόνες διαφυγής και αίσθηση-ψευδαίσθηση ασφάλειας κι υποκατάστατες-άστατες ελπίδες φρούδες, απέλπιδες σχεδόν. Κι ανοίγει η πόρτα σαν απ΄ τον άνεμο, σαν απ΄ τη δύναμη του νου. Το πόμολο γυρνά απαλά και εισβάλει ο δίσημος, ο αμφίσημος Ιανός και ρεύμα και σκοτάδι και πότε φως παραλλαγής και πότε αύρα απόγεια και πότε θαλάσσια, σαν οπτασία, σαν από πάντα αναμονή, σαν αίσθηση-παραίσθηση και σαν πραγμάτωση του ανέφικτου, σαν εμμονή κι ελπίδα ασύμπτωτη. Και πίσω βήματα να προκαλούν τα πέλματα να τα διαβούν, με απομάκρυνσης φορά, με πανικό και φόβο και καχυποψία. Μιας θεραπείας και μιας φυγής υπόθεση, που ακούσια έρχεται στη θέληση -σαν από πάντα πρόθεση, σαν από πάντα γνώση κι ενδοβολή ανεξέλεγκτη. Σαν από άμυνα -τη λέξη αυτή θα διάλεγες καλύτερα- να την καλέσεις σαν ασπίδα και σαν άλλοθι ..Και σπάνε οι άμυνες κι κώδικες σε κοίτη κοινή και πλεύση παράλληλη ν’ από-καλύπτει μύχιες πτυχές και ξάφνιασμα κι αταίριαστα ταιριάσματα μα, ταιριαχτά περί-Τεχνα και Τέχνης σπέρματα.. Κι η Τέχνη ΕΝΤΟΣ ξανά, αφ-ΟΡΜΗ ζωής και όχι .. ΤεχνηΕΝΤΩΣ..

.. Κι εκεί στο απέραντο βασίλειο της έλλειψης, στου απόλυτου δήθεν την επικράτεια, στη μονοκρατορία του πιο αυτάρεσκου εγώ. Εκεί είναι που τρομάζω το ‘πολύ’ μου και την αλήθεια μου. Εύθραυστη, κρυστάλλινη κι εμπιστευμένη στα παιδικά σου δάχτυλα και στη αμφισημία της παιδικής παλάμης σου. Κι απίστευτα τρομάζω μέχρι την εξαφάνιση της όρασης, της φυσικής μου όρασης ακόμα, που καταργείται κι εξαφανίζεται στην αντανάκλαση των πολλαπλών ειδώλων σου, σε κάτοπτρα κυρτά και κοίλα, τυραννικά παραμορφωτικά που απάνθρωπα με καταργούν και την αλήθεια μου αναιρούν στην πιο βαθειά μου ανάσα εκεί. Εκεί, ανάμεσα στη κοίτη του λαιμού και της κλείδας σου μέχρι το οροπέδιο που απλώνεται μακριά κάτω απ΄ του στέρνου την απλωμένη ξεγνοιασιά. Εκεί, που μάχης τόπος γίνεται κάθε ξημέρωμα που οι ακτίνες του Ήλιου μάχονται για της αφής σου την πρωτιά με των χεριών μου τη λαχτάρα, την πιο ακριβή αίσθηση στους γευστικούς μου κάλυκες, με την πρώτη καλημέρα στα βλέφαρα σου που τρεμοπαίζουν άπληστα ρουφώντας τον χρόνο της ξάγρυπνης αναμονής μου ...

.. Και ξέρεις! Το ξέρεις ήδη με τη σιγουριά του αίματος και των παλμών και τη σιγουριά της ευθείας του βλέμματος. Κι η θλίψη, κι αυτή ακόμα είναι ανάδελφη και μοναδική και λόγο δίνει μονάχα στις φυλακές της νύχτας και στις φυλακές τις εντός. Διογκωμένο, διογκωμένο δέρμα κόκκινο και λείο με αντανάκλαση παλμών και φθόγγων και πλέγματα χεριών και βλέμματος με μια υποψία θρήνου ή λυγμού ή έστω ενός χαμόγελου για το άγγιγμα του ανέφικτου. Αγγίζω τις άκρες των πληγών πάνω απ το δέρμα, πάνω απ της σάρκας τη θεραπευτική σπουδή με επι-θέματα στοργής. Αγγίζω τις πληγές και μεταλαμβάνω του αίματος τη σκουριά. Και στου χαμένου χρόνου το μετείκασμα μεταλαμβάνω την πίκρα των φωτεινών χρωμάτων μιας όψιμης ανατολής ανιχνεύοντας τις μέχρι εδώ διαδρομές του. Μεταλαμβάνω στο εύθραυστο των λεπτών αποχρώσεων την περιπέτεια και την έκπληξη στου φάσματος τις διαδρομές. Το κόκκινο νήμα - θυμάσαι που ψάχναμε το 'κόκκινο νήμα'; Σ΄ ανόμοια κι ανοίκεια ανάμεσα να βρούμε, να ενώσουμε το «όλον» σε «ένα». Ν΄ ανα-καλύψουμε στης λάσπης της ψηφίδες τις διεργασίες του χρόνου και της σιωπής. Την πρόοδο της γνώσης του σώματος και του αίματος. Και της πνοής τη μετάγγιση εκ του σύνεγγυς. Και πόσο αυθαίρετα ή απεγνωσμένα την κόκκινη γραμμή τραβάς ορίζοντας το ‘μέχρι-εδώ’ σου; Και τάχατες πότε η άμπωτη και πότε η παλίρροια ορίζουν τις πιο μύχιες πηγές μας;




- Πόσο μισώ αυτό το πρόσωπο του Ιανού, αυτή τη σύμβαση με το παράλογο που την αλήθεια μου αναιρεί και σε Μακραίνει, με Μικραίνει, σε Πλανεύει, με Παιδεύει …




- Τρίζω! μ' ακούς; Ίπταμαι, ποντίζομαι, βαθαίνω, υψώνομαι .. κι εσύ, ακόμα κι αυτή τη φράση την ξέρεις από πριν. Εσύ, στο χέρι που κρατάς σημαίνοντα και σημαινόμενα, αδιάφορα κι απλά και με σπουδή και με φροντίδα, κάθε σταγόνα ιδρώτα και χυμούς ζωής στραγγίζεις στο τάσι μεταλαμβάνοντας το στέαρ και το παχύ και το πολύτιμο με σποδό και περίσκεψη, με ταπεινωμένο το φρόνημα και με ευγνωμοσύνη για τη στιγμή της σύμπτωσης και της πλοκής των λέξεων. Των έξεων την περιπέτεια στο γεφύρωμα των άκρων με των ..’άωτων’ τον προσδιορισμό.. Κι η υποψία της νύχτας σκιάζει τη ματιά μου καθώς σε βλέπω φεύγοντας πρωί να ξαποσταίνεις στα στρωσίδια με βλέφαρα που ακόμα τρεμοπαίζουν αναποφάσιστα σ όνειρο ανάμεσα και καλημέρα. Κι αν είναι τάχα μιας ισορροπίας ταγός και ενός εφιάλτη φόβος , δύναμη κεντρομόλα θα επινοήσω, εδώ στο κέντρο να σταθούμε όμοροι και ισόρροποι και με τα μάτια στο ίδιο ύψος, κέντρο με κέντρο να ζυγιάζονται κι όλα τα αταίριαχτα, τα μύχια, τα διάφορα, τα ξένα συμπλήρωμα να γίνουν. Κομμάτι αναπόσπαστο και 'Ορισμα-προΟρισμός στο ανάδελφό μας ‘ΟΛΟΝ’..»


(.. dedicated ..)

A ^j^


Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

"... θα λυθούν τα γόνατα, τα χέρια και θα λυθούν τα μάγια της γης ..."





(rephotagraphed photograph)



"... 
Χωρίς ενοχλήσεις Άφησέ τον Να γράψει 
Ανέξοδα κάθεται η Μνήμη του 
Και Χαιδεύει τους μηρούς του 
Πριν απ' τον Ύπνο Σε θαυμάσιες κάμαρες  
Η Αντήχηση του εαυτού Αντιλαλεί
H φωνή σου Στις σπηλαιώδεις κοίτες 
Η κραυγή σου  Στη χαράδρα του Αχέρωντα ...



Έτσι φερμένα Όλα  



Κόσμος μετά από κόσμους Μέσα σε κόσμους 

Κοάζει το βατράχι Τρέχει το νερό 

Στο πόδι μου Ένας αφρός από σπλήνα και Έντερα 

Μια Ιστορία μουχλιασμένη Ένα νύχι κόκκορα 

Το ρετσίνι από μια Μυγδαλιά 



Ο Πατέρας μου Πεθαμένος 

Ένας Σωρός από ρούχα 

Μια φωτογραφία Παιδιού 





Πάνω Πάνω Από τη μία Η άλλη Οι στιγμές 
Κι έτσι κι ο τοίχος Το δέρμα μας Το βλέμμα μας 
Πάνω απ' τα μάτια μου Άλλα μάτια Άλλων ματιών 
Και η σύνθεση Θάβεται στις Ρίζες των φυτών
..."



Νήμα κόκκινο, νήμα του αέρα ακούγεται η σιωπή;
μπορείς να δεις αυτό που βλέπω;
Υπάρχουν λέξεις; υπάρχουν λέξεις για να πω την ιστορία μου;
Και μαζί την ιστορία των πραγμάτων;


(Robert Flynt)

Ν.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

"... Τι θα ήταν η ζωή αλλιώς, τι θα ήταν διαφορετικά παρά μια φρίκη, μια φυλακή αναπόδραστη ..."




"...
πάνω στο τραπέζι ένα σώμα αναλύεται
πάνω στο τραπέζι ένα σώμα αναρώνει

και πάμε εγώ και συ στο άδειο σπίτι σαν τους κλέφτες
ανεβαίνοντας τα πατώματα περνώντας τα σύμβολα στους ορόφους
τους πλατείς σταυρούς
αυτούς τους διεσταλμένους πίνακες
να δούμε τι έχει μείνει και να το αρπάξουμε σαν κλέφτες
ένα άδειο όνειρο
ένα μάτσο γραβάτες
ένα ξεχασμένο βιβλίο

κι έπειτα με τον ήλιο ψηλά, ένα τεντωμένο κορμί
το γέννημα της σαρκός σου
..."

Ν.




(Andres Serrano)

"κι αμέσως από την αρχή ως το τέλος περάσαμε
όπως όπως ακολουθώντας ένα λεπτό νήμα αέρα
κι ένα κομμάτι από σκοτάδι μες στις βλέννες"


"... όσο κρατάει ακόμα το μετείκασμα και αυτή η αντήχηση, ο αντίλαλος, η κραυγή, η ευχή σου, η κατάρα σου ..."


"...
Γυμνός στο διάδρομο διπλός εγώ κι η όραση, να κρατήσω ήθελα το παρελθόν
και χάθηκε,
δροσερό σκούρο μάρμαρο, ο καθρέπτης σαν πόρτα απατηλή
κι όπως αφήνει το ίχνος της η ζωή εμμένοντας για λίγο
ενώθηκε το πρόσωπο και άπιαστη η σάρκα του ονείρου
και χάθηκε
και ανεβαίνω ακόμα, πιο ψηλά απ' τον πέμπτο να βρώ τι;
μόνο ένα φάσμα υπνωτικό
τη νεότητά μου
το γήρας σου
όπως το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς
πολύ ψηλά σ' αυτό το αβέβαιο μπαλκόνι
κι από το ανύπαρκτο κορμί σου που σαν υδράργυρος κυλούσε
πάνω απ' τα πράγματα, μέσα στη βρωμιά,
έμεινε μονάχα ένας τρυφερός ψίθυρος και η ανήσυχη ροή του χρόνου
να χτυπάς με το πόδι σου την ώρα
και να τιμωρείς ή να τιμωρήσαι

...

Τι θέλω ακόμα εγώ σ' αυτό το μαυσωλείο
έτσι διεσταλμένος που έγινα
έτσι όπως μεγάλωσε ο κόσμος
νύχτα μέρα ζωή και θάνατος
έτσι διεσταλμένος που έγινα
νεότητα και καρκίνος
αφοσοίωση και εγκατάλειψη
ευχή και κατάρα
ο πέμπτος ο τέταρτος ο τρίτος ο δρόμος αυτό που βλέπουν τα μάτια μου
αυτό που χωρούν τα πλευρά μου
να περπατώ στους άθλιους δρόμους της Αθήνας
και κρώζει κρώζει η καμπάνα δαιμονισμένη
και φωνάζουν οι ζωντανοί σαν τους τρελούς πίσω απ' τους θάμνους
τους πεθαμένους
Τι θέλω ακόμα εγώ νεκρός μες τους νεκρούς απ' τη ΔΕΗ στο σουπερμάρκετ στο φαρμακείο με τα παυσίπονα ένα πλυντήριο και μια σκάλα του σκότους

Από τις άκρες της νύχτας το πρωινό όταν ο ήλιος φτάνει στον ύπνο σου πηγαίνεις εκεί
χωρίς να ξέρεις που πας και ανεβαίνοντας ψηλά θες να κατέβεις κάτω
να ξεσκεπάσεις το κρυφό να δεις το αόρατο
και την πηγή της ηδονής να ακουμπήσεις και πάλι
αυτή που με θάνατο μοιάζει
σάρκα σάρκα σάρκα η ώρα σου έχει έρθει
και όπως χτυπά η καρδιά οι πόρτες ανοίγουν να εισέλθεις
ή να βγεις κι ελεύθερη να πετάς στον αιθέρα, μια φτερούγα μια πλευρά να πεθαίνει και η άλλη να ζεί
ποιαν άλλη λύση να βρώ; ποιαν άλλη ανάσα;
..."

Ν.


(Andres Serrano)

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

"... πως θα το ξέρεις ποιαν εννοώ; ..."




(Joel Peter Witkin)


"...
κι αν άλλαζα τον κόσμο ή τα χέρια κι αν άλλαζα τα πρόσωπα, τα πόδια, το βλέμμα, το κάθισμα
ακόμα και τότε, από τη δυστυχία πως να απέχω, να χαθώ, να χάσω
αυτή τη σάρκα που ξεχειλίζει σαν ποταμός
κι αιχμαλωτίζει κι ανήσυχη περιφέρεται τις νύχτες στο σκοτάδι
όταν κανείς δεν την βλέπει
λεία λεία κόκκινη σάρκα φουσκωμένη με αίμα
ανήσυχη σάρκα ανήσυχα μάτια
κι έρχεσαι τόσο κοντά που μυρίζω το δέρμα
κι αναλύω τα κύτταρα και θαμπώνω τις τρίχες σου
και δύσμορφη η όραση απλώνεται στο πρόσωπο από τη μύτη στο λαιμό
και γεύομαι διογκωμένη τη θλίψη
όμως ποια απ' όλες; πως θα το ξέρεις ποιαν εννοώ; πλατιά; ψηλή; ή πλαδαρή;
έτσι όπως ξεχειλίζουν οι κοιλιές με μια χλωμάδα στα πλευρά μια κίτρινη λωρίδα στα πλευρά
και το κίτρινο του καπνού του απογεύματος, τη στιγμή ή την ώρα
που στα παράθυρα δύουν οι τελευταίες ακτίνες
κι ένα παντελόνι αναλύεται σ' αναφιλητά και βουρκώνει
κι ένα τραπέζι και μια καρέκλα τρίζουν τρίζουν σφυρίζοντας το βλέμμα μας
που χάνεται
..."

N.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

"... οι λέξεις αυτές άψυχες θα κείτονται στο πάτωμα ... στα μάτια ενός καλοκαιριού νεογέννητου ..."


"...
κι έπειτα πίσω απ' τη σάρκα μας η όψη του θανάτου
κοιτάζει το πρόσωπό της
...
πρόσωπο με πρόσωπο
θάνατος με θάνατο
..."


(αυτοπροσωπογραφία σε T-shirt)

"... μέσα στη σάρκα κατοικείς 
τη σάρκα αυτή την ακαθόριστη 
τη σάρκα αυτή την αόρατη

όπως χτυπούν τα δευτερόλεπτα όλος ο κόσμος σύρεται
οι τοίχοι το πάτωμα το κρεβάτι η ανάσα σου

εδώ και τώρα εκεί και τώρα δίπλα
ένας γίγαντας ξεπατώνει το κορμί σου

και το σύρει και το πετά
και το περνά μέσα απ' τους τοίχους

στον άδειο χώρο να χωρέσει και στην όραση

και χάσκει η άβυσσος στα μάτια μου
όπως γυρίζεις κι όπως αναπνέεις

και πάλλεται η καρδιά σου 
και ματώνει

ένα λεπτό χρειάζεται
και πια δεν υπάρχεις ..."



(αυτοπροσωπογραφία σε T-shirt)

"... κι έπειτα όταν θα περάσει χρόνος πολύς
οι λέξεις αυτές - άλλοτε σαν λεπίδες επικίνδυνες
και φαρμακερές σαν δηλητήρια θανάτου -
άψυχες θα κείτονται στο πάτωμα
σαν καύκαλα λεπιδοπτέρων
στα μάτια ενός καλοκαιριού νεογέννητου ..."

Ν.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

"... home ..."





















"... σκάλα και πάτωμα εξαφανίζονται
και γέρνουν τα επίπεδα και κρέμονται
κι ήταν εδώ ένα πιθάρι μικρό με λάδι
και τυλιγμένο από αιώνες ένα πανί μιας εποχής χαμένης
δίπλα σ' ένα τσουκάλι κι έναν αργαλειό
όπου το φως σιγά σιγά κι η σκόνη υφάναν
κι από τη μέση δεν αντέξαν οι πέτρες κι ούτε τα ξύλα
τόσα βάθη τόσα σκοτάδια
και χυθήκαν όπως χύνομαι κι εγώ
να βγώ όπως όπως ν' αντέξω που ξεχειλίζουν τα πλευρά
και τρέμουν τα χέρια
που ξεχειλίζουν τα πλευρά και τρέμουν τα χέρια ..."

Ν.




















"... Τι ήθελες; και τώρα τι θέλεις;
Τα πρόβατα καλούν από ψηλά, ένα σκυλί ήρεμο ζωηρό γαυγίζει
οι κότες μυρηκάζουν σχεδόν μέσα στις λάσπες
ένας νεαρός στενάζει μ' ένα μηχανάκι
ένα αρνάκι μάλλον έχει χαθεί ή έστω ανησυχήσει
πολλές φωλιές πουλιών στα κεραμίδια
και λίγο παραπάνω άγριες ζουμερές μολόχες σχεδόν έκλεισαν το στενό
ένα ερειπωμένο παράθυρο κρέμεται από ψηλά
ο ψηλός τοίχος γέρνει
ο βράχος με τη μεγάλη φραγκοσυκιά γελάει μες στα γεράνια

Τα δάκτυλά μου μουδιάζουν
που θα τα βάλεις τόσα πράγματα;
τα όμορφα κρύσταλλα που λάμπουν στο ήλιο ..."

Ν.




















"... Ένα γυμνό όμορφο σώμα το άγγιξε το φως το όμορφο φως
και δίπλα του αργά αργά η σκόνη να φτερουγίζει
Ένα γυμνό σώμα ένα όμορφο σώμα το άγγιξε το φως ένα όμορφο φως
και πάνω του μια άχνα αργά αργά ανεβαίνει
και τώρα μέσα στο κορμί μια γλυκιά θέληση για απόλαυση
και η νάρκωση του ήλιου που δύει
Όλα ζητάνε να υπάρξουν να ριζώσουν
και ρουφούν ρουφούν τις στάλες του νερού τις στάλες του αέρα
και πλαταίνουν ..."

Ν.









































"... πάλι ήρθε
με της ασθένειας την ομορφιά και τη δύναμη
δυνατός και ζωηρός μες τις δυνάμεις του στήθους
που αναπνέει και πλαταίνει 
στον ανοιξιάτικο αέρα
λουλούδι παράξενο των κυττάρων
κι απορημένα κοιτάζουν όλα τα φυτά, τα ποώδη, τα σαρκώδη, οι κάκτοι
και στρέφουν το βλέμμα οι μέδουσες, και έπειτα πάλι κοιτούν τον ήλιο κατάματα
με ορθάνοιχτα στόματα και χέρια και πόδια απλωμένα
με βουβώνες ορθάνοιχτους χαίρονται
κι έπειτα όταν σκοτεινιάσει λιγάκι, ντρέπονται κι αρχίζουν να κρυώνουν
και ρίχνουν πάνω τους ένα λεπτό πέπλο, μες στο απόγευμα, μες στο σκοτάδι ..."

Ν.