Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

".. Το πάντα, το ποτέ και το ερωτηματικό του 'πότε ;' .."

.

.

.'..και φεύγουν οι μνήμες σαν θρύψαλα, αυτά τα μεγαλεία της σάρκας..' Ν. Κυπριωτάκης

'

.

Ο χρόνος
-το ενδιάμεσο κενό

Το καινό των λογισμών
Το κενό
σαν τρέχεις
στη φορά του χρόνου
κι όλα ξεμένουν πίσω
πια
Με τέχνη

και αισθήματος σπουδή

μεταβιβάζουμε
τα υγρά μας κύτταρα
Πότε σαν πρόφαση γενετική
και πότε σαν επιθυμίας επίφαση ...

και πάντα η Μνήμη
η μνήμη της αφής
πάνω στο δέρμα
φυλάει Θερμοπύλες της σάρκας

πριν
ξεπροβάλλει ο Εφιάλτης
κι αυτομολήσουν τα υγρά
στο χώμα
Και πριν
μεταλλαχθούν
οι στρατιές της οσφύος σου
σ’ απλά στοιχεία
αναζητώντας

δοχεία συγκοινωνούντα
της αγωνίας σου

πριν
γίνεις μνήμη
και αέρας
και ανατριχίλας θρόισμα
ανάμεσα σε μάρμαρα σιωπής.

.

.

Α^j^

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Primary key at second hand



.

.
.
Οι λέξεις
στα χείλη

(ξεχειλωμένο πουλόβερ
του μεγάλου αδερφού

μ΄αγκώνες τριμμένους
και φαρδιά μανίκια…)

.

.

.



"Εν αρχή ην ο λόγος.." Κατά τον Ιωάννη 1:1"Από πολλούς κι' από καιρούς όλα ήταν ειπωμένα .." - Κ. Βάρναλης "Η Μαγδαληνή""To speak is to fall into tautology.. " Jorge Luis Borges: dhcmrlchtdj "The Library of Babel""Everything's already been said, but since nobody was listening, we have to start again.." André Gide


A^j^

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Γλώσσα











































Με όλες τις λέξεις πάνω, πάνω σ' ένα κουρασμένο κορμί
ο κορμός, τα πονηρά μάγουλα, στο στέρνο τα επίθετα μάτια και το στόμα,
η γραμματική του ελέγχου και του χρόνου
ή η δομή και η σύνταξη της αντανάκλασης της ύλης, μια λαμπερή ουσία,
η πίεση στα πόδια, ένα ανεκπλήρωτο επίρρημα,
γραμμές γραμμές οι όροφοι των λέξεων, το τσιμέντο και το σίδερο
κι έπειτα η κάθετη, η σταύρωση, η κλίση της γης, η κλήση του κόσμου, η φωνή της ανάσας.

Στο λαιμό μια κατάποση πικρή, στα σπλάχνα η φουσκωμένη θλιβερή βλέννα, και είτε στο φως είτε στο σκοτάδι, αυτή η γκρίζα παρελθούσα ύλη της όρασης, το σώμα σου ή τα ρούχα σου, πενήντα χρόνων ξεθωριασμένα αντικείμενα, χέρια και σάρκα ξεθωριασμένες
και το μυστικό ακόμα ή το ημερολόγιο του πρωινού στο δελτίο του σώματος ή ο ήχος του ρολογιού ή η ανάσα της μέρας εκείνης.

Έτσι ολόκληρος λέξη τη λέξη, ένας κορμός από βιαστές και βιασμένους, ένα κουτάλι, ένα άρθρο στη φωνή ή πίσω απ' το βλέμμα ή πίσω απ' τη σκέψη, μια καθυστερημένη, άγονη ιδέα, μια αντωνυμία απ' την τηλεόραση, που προεκτείνεται, ή μια γραμμή ανοξείδωτη του ραδιοφώνου, τότε που η λάξευση ή η οπή, δίνεται στα χείλια, στα χείλια και η άτολμη θλίψη. Κι έτσι με το θλιβερό χαμόγελο της λέξης υπήρξα, τα χέρια ψηλά που με ληστεύουν, ή τα χέρια που ασελγούν, κι εγώ ένα ημερολόγιο άδειο, οι φονικές αδιάλειπτες σειρές των γραμμάτων, στη φωνή ένα σίδερο ή ένας σουγιάς, στο στήθος είχα το όνομά μου, στην κοιλιά τον επικήδειο ασπασμό του, κι αυτή τη λέξη που ξυπνά μ' ένα λάκτισμα με μια γερή κλωτσιά στην κοιλιά, απότομα, ή στους γελοίους κροτάφους, και πετούν στον αέρα τα αντικείμενα, τα τηλέφωνα, τα μολύβια πάνω απ' το χάσμα και σκάνε στη γη έπειτα με τον ήχο της διάλυσης ή της καταστροφής, σπασμένα πρωινά όνειρα, ένας άνθρωπος γάτα πίσω απo ένα κλειδί δεμένο σε κλωστή, μια ομάδα από ζωόμορφα μέλη, κι εσύ κι εγώ στην έπαυλη με τα πολυτελή αγάλματα και τα μαξιλάρια.

Ολόκληρος κορμός σφιχτός, κι αυτή ηπίεση των εικόνων λέξεων, σ' ένα σύμπαν κι ένα δίχτυ από παλλόμενες γλώσσες. Στο στόμα μια ρίζα κόκκινη που ξεδιπλώνεται στο χώρο και σπαθίζει το χώρο, που πλαταγίζει μ' ένα σύρσιμο παχύρευστης οράσεως, μ' ένα είδος αχλής από όνειρα της ηδονής ή της ιστορίας του χρόνου, παθητική φωνή ή ενεργητική, απλωμένη στα σκαλοπάτια με την κοιλιά ή τη ράχη, από εκείνη τη στιγμή της αφηγήσεως, ή όταν εκείνη άνοιξε την πόρτα και βγήκε, θολές εικόνες σ' ένα απομεσήμερο της σάρκας, λέξεις ραβδιά που τρυπούν την ουρά μου, κι έτσι μες στο αέρα των κοφτερών ρημάτων, κύλησα κυνηγημένος ως ένας σταυρός στο μονοπάτι και πέρα απ' την πόρτα και τα θαμνωτά περιβόλια τα θαμπά φώτα της κίνησης στο δρόμο κι ένας στρατός από ντυμένες θλιβερές όψεις, το βάρος τους και η βαρύτητα της γης που επέστρεψε άγονη ή φθονερή, λαξεύοντας διχαλωτές παλάμες ή αγαπώντας να τρυπά τη συνείδηση με αυτή τη δύναμη του σώματος που υποφέρει, και να κρεμά τις απολήξεις τους ανάποδα ψηλά σ' ένα συρμό των υδάτων των υπογείων.

Έτσι ψηλά, ψηλά πάνω απ' τα κεφάλια των άρθρων, στέκονται τα παρα-μυθικά, τα παρα-νυμφικά, τα διάστικτα αλάβαστρα των λήψεων, τα παρα-ληπτικά στενώματα, οι παρα-βιάσεις των λεπτών υμένων, των χρόνων των ρημάτων, ένας διαρκής παρατατικός των βασάνων, ή μια ευχετική παθητική φωνή, που διαρκώς μέλλεται ή συντελείται, κι απέναντι, στόματα κόκκινα με δυνατά λαγόνια πυορροούν και φτύνουν μια εντατική προστακτική, μια κλίση του απάνθρωπου, την κόκκινη παθητική φωνή της γλώσσας και του σώματος, την οδοντική σύνταξη της μετοχής μας ή της ζωής, ένα σύρμα υπερσυντέλικο κι οριστικό, πάνω από το εξακολουθητικό αόριστο της ύπαρξης, μια βαθιά χαραγή απ' το σουγιά του υπάρχω, και το επίρρημα μονάχα, εδώ, μονάχα εδώ, ή ένα επίθετο που μεταλλάσσεται, μονάχος, μονάχος εδώ, ένα υποκείμενο πλαστό και ψευδαισθητικό, εγώ, εγώ κι εσύ, ο κολοφώνας των απολήξεων των ρημάτων κι αυτή η γλοιώδης γλώσσα της πείνας.

N.





































Jindrich Styrsky




















Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Αρχείο της αχρειότητας

"Με ποιον τρόπο αυτές οι ζωές είναι παρούσες στις ύποπτες πλάγιες σημειώσειςπου τις παρέδωσαν για πάντα στο ανηλεές αρχείο της αχρειότητας; Οι άνώνυμοι γραμματείς, οι χαμηλόβαθμοι λειτουργοί που συνέταξαν αυτές τις σημειώσεις, δεν είχαν ασφαλώς την πρόθεση ούτε να γνωρίσουν ούτε να εκπροσωπήσουν - ο μοναδικός σκοπός τους ήταν να σπιλώσουν. Κι ωστόσο, τουλάχιστον για μια στιγμή, σε εκείνες τις σελίδες οι ζωές λάμπουν με ένα μαύρο, εκτυφλωτικό φως. Για τον λόγο αυτόν, όμως, θα υποστηρίξει κάποιος ότι αυτές οι ζωές βρήκαν τρόπο έκφρασης, ότι, ακόμη και σε μια τόσο δραστική σύντμηση, αυτές οι ζωές με κάποιο τρόπο μεταδόθηκαν, γνωστοποιήθηκαν; Αντιθέτως, η πράξη με την οποία παγιώθηκαν φαίνεται να τις αποσπά για πάντα από κάθε δυνατή παρουσίαση, ως εάν αυτές να εμφανίζονταν στη γλώσσα μόνο υπό τη συνθήκη ότι θα παρέμεναν εντελώς ανακδήλωτες και ανέκφραστες."
(Agamben, "Βεβηλώσεις", εκδ. Άγρα)



















Έτσι ακριβώς με ένα νεύμα στο μέτωπο
ψηλά
μ' ένα νεύμα ψηλά σε μια χώρα του αοράτου, με τις ανάσες των στίχων
και τις ιαχές,
διαλύθηκε και έπεσε και πέθανε ο αχρείος

Ο νους και η γη του πυρός, ο αχρείος ο σάκος, αυτό το πηγάδι
της δίψας, τα κλειδιά της κόλασης, η πυγμή και το αίμμα

Αν ζούσα πάλι και ίσως μισός τότε, να άνοιγα τα φτερά μου ξανά
στους πορφυρούς αέρηδες, τα μακρινά τοπία των μηρών και των βράχων

Ω! εσύ ξανθή περιστέρα της θλίψης, το ποτήρι το νερό στο χάδι του ήλιου
το χώμα το στέρφο και το άγονο, η ξανθιά τρίχα της κορυφογραμμής
η κοιλάδα των κοπράνων

με τις μέρες αυτές θα ξεπλύνω τα κρίματα






































Είναι στιγμές που η ολότητα αποκαλύπτεται, στιγμές που η ολότητα του κόσμου μοιάζει ν' αποκαλύπτεται
όλος, καρπός, σώμα, καμάρες, δύο μεριά από λύμφη και σάρκα, δυο πόδια της ζωής και της γέννησης, δυό στήθη
οι σκιές στα παράθυρα, το γέρικο ερηπωμένο σπίτι ξεχασμένο, παππούς, γιαγιά
και αυτοί με τους ασπρισμένους τοίχους, με τους ασπρισμένους αγκώνες
και έτσι μια ταλάντευση ακινησίας, τα άσπρα γόνατα, η απουσία που σέρνεται, μια οστέινη πλάκα πάνω στη γη
η προτομή του θανάτου, αυτό το βλέμμα που γλιστρά μες στο δικό μου




Έτσι είναι φορές που μοιάζει η ολότητα ν' αποκαλύπτεται, η ολότητα ν' αποκαλύπτεται, να καλύπτεται

όλες οι αισχρές μνήμες, αυτά τα βράδια και τα μεσημέρια μέσα στον κόπρο και τη βλέννα
τα πρωϊνά μέσα στο βούρκο

και αυτή η σωρός, η μεγάλη σωρός των ανθρωπίνων μελών
τα σκυλιά που αλυχτάνε, ένα ατέλειωτο αυγουστιάτικο καλοκαίρι του κινδύνου
η σύσπαση της μήτρας
και αυτό το βέλασμα το βέλασμα των στιλπνών εντοσθίων
ή το υπόκωφο, το σπογγώδες θρόϊσμα του στήθους





Ολότητα από σίδερο, στον αιθέρα ένα κρίνο που λάμπει στον ήλιο
μια μέλισσα καταδικασμένη στο φως

η αιχμή του βουνού, ένα πούπουλο ή μια λεπίδα
η πνιγηρή νύχτα ή η ολόλευκη ομίχλη του μηδενός
ένα ποτάμι ξέγνοιαστο, ένα σκυμμένο κεφάλι








Ω! ανυπόφορη είναι η σάρκα, αυτή η πρησμένη κραυγή, ο ασκός και ο σωλήνας της πικρίας

Όλον, όλον
ο λυγμός πάνω στο δέρμα, ένα σούρσιμο, μια συρραφή
ένα ένοχο βλέμμα, τα μάτια στη γη

αυτή η σκληρή καταδίκη

Το αίμμα που ξεπηδάει αίφνης μαζί με το σεισμό
ή το μηδέν,

και φεύγουν οι μνήμες σαν θρύψαλα, αυτά τα μεγαλεία της σάρκας




Ν.





















(σχέδιο-μινιατούρα, από τον Ν.)


















"Με ποιον τρόπο λοιπόν να ερμηνεύσουμε αυτή την ενική και παράδοξη παρουσία, όπου η ζωή μας παρουσιάζεται μόνο διαμέσου εκείνου που την αποσιωπά και την παραμορφώνει σε μία γκριμάτσα; Δημιουργείτα η εντύπωση πως ο Φουκώ αντιλαμβάνεται αυτή τη δυσκολία." Δεν θα βρείτε εδώ", γράφει, "μια πινακοθήκη με προσωπογραφίες: απεναντίας, πρόκειται για βρόχους, ενέδρες, όπλα, ουρλιαχτά, χειρονομίες, συμπεριφορές, τεχνάσματα, ίντριγκες των οποίων οι λέξεις στάθηκαν το όργανο.
Σ' αυτές τις φράσεις "παίχτηκαν" πραγματικές ζωές. Με αυτό δεν θέλω να πω ότι εξεικονίστηκαν ή αναπαραστάθηκαν, αλλά ότι, εκ των πραγμάτων, η ελευθερία τους, τα δεινοπαθήματά τους, συχνά ακόμη και ο θάνατός τους και, εν πάση περιπτώσει, η μοίρα τους ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, προδιαγεγραμμένα. Αυτές οι εκθέσεις, αυτοί οι λόγοι, σταύρωσαν πραγματικά ζωές. Αυτές οι υπάρξεις τωόντι διακυβεύτηκαν και απωλέσθησαν σε εκείνες τις λέξεις"."
(Agamben, "Βεβηλώσεις", εκδ. Άγρα)


Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Rome



"Η οικειότητα με μια ζώνη αγνωσίας συνιστά μία καθημερινή μυστικιστική πρακτική, όπου το Εγώ, στο πλαίσιο κάποιου ειδικού και ευφρόσυνου εσωτερισμού, παρίσταται μειδιώντας στη δική του αποσύνθεση και, είτε πρόκειται για την πέψη της τροφής είτε για την έκλαμψη του νού, μαρτυρεί, στέκοντας δύσπιστο και επιφυλακτικό, τη δική του ατελεύτητη εγκατάλειψη και διάλυση. Ο Genius είναι η ζωή μας, καθότι δεν μας ανήκει."
(Giorgio Agamben, "Βεβηλώσεις", εκδ. Άγρα)




















Περπατώντας και αναλύοντας τη ζωή, ή τη μοίρα της
αυτή την αγορά την ερειπωμένη
και τα μεγάλα φασιστικά σύμβολα, τα άσπρα παλάτια και τα μάρμαρα
τη μύτη του Μουσολίνι ή τη σιαγόνα, το δάκτυλο του Καίσαρα,
μιά στήλη άλατος και μια στήλη τέφρας
τείχη από τερακότα, λουτρά και αψίδες, στήλες
τις σκοτεινές γωνιές και τις κρύπτες,
τα ασύμμετρα αγάλματα, τα πέτρινα φορέματα
τις πέτρινες στιγμές, δυό κυπαρίσσια,
τα σεμνότυφα μέλη
φορέματα παππικά στη σειρά
στη μεγάλη σειρά από φως
προσευχές μνημειώδεις, χαρούμενους άγγελους
τους ήχους να περνάνε από λόφο σε λόφο,
τις κλίμακες μέχρι ψηλά στον αιθέρα,
απλοϊκές ανθρώπινες μορφές,
απλές φιγούρες, απλά σώματα κι αυτήν την κατάνυξη του πλήθους
τη συρροή των φυλών της γης ...




















Περπατώντας και αναλύοντας τη ζωή, τη μοίρα της
κι αυτή την αγορά την ερειπωμένη των καισάρων
κι ένα δυό σειρές υπόγεια ύδατα του ελέους
και οδούς πολλές οδούς προς όλα τα κέντρα του πόνου
προς όλα τα κέντρα του μεγαλείου
Πόσο μεγαλειώδης να είναι η σάρκα;
Circus Maximus, Appia οδός, Colosseo
κι εσύ με τον πράσινο φόβο, όπως αντηχεί από λόφο σε λόφο
φόβος παλατίνος, φόβος αβεντίνος ή ένα κέλυφος ψηλό
από διαδρόμους και φύλακες
μέσα σ' ένα κέλυφος ψηλότερο
πάνω από ένα κέλυφος ακόμα πιο ψηλό
με τόξα και γωνίες που ανοίγουν και στάζουν
μέσα στη δροσιά, στα περιστέρια και τους γλάρους





















Τα οπίσθια δύο μεγάλων αγαλμάτων, δύο άλογα πλατιά, ένας στρατηλάτης
μια σκάλα που οδηγεί στον κόσμο, κι αυτός ο κορμός και τα καπούλια από φως
χάλκινο φως χρυσαφένιο, τα στήθη από δάση κι ο κόρφος
σκληρός χαλκός λαμπερός μεσα στα χέρια μας, οι θηλές του ρέμου οι θηλές του ρωμύλου
οι θηλές της λύκαινας, οι θηλές μου




















Θέλω να περάσω τις όχθες πέρα, των λόγων, και τη νύχτα
όταν παύουν οι φωνές και οι κραυγές
κι ακούγονται μόνο κάτι τραγούδια της νίκης, και το φεγγάρι
τη νύχτα να περάσω τη σκιά, σε μια πεσμένη κολλόνα
κι όλο το πέταλο της γης, όλη η κοιλιά της ρώμης ν' αδειάσει από ζωή
και να φύγω


μέσα στη νύχτα της
πάνω σε πόδια πάνω σε τροχούς




















να φύγω
πάνω σε πόδια, πάνω σε τροχούς
ν' ακούσω τη ζωή, ν' ακούσω αυτή τη ζωή που αναρίθμητη ζει
στη λάσπη και στα λουτρά, με πορφυρούς χιτώνες
αυτά τα χλωμά, τα θλιβερά φωτάκια των σωμάτων
και τις ασθενικές ανάσες των ονείρων
πάνω στο ξύλινο πάνω στο πέτρινο
πάνω στο ξύλινο, πάνω στο πέτρινο, στο λασπωμένο κρεββάτι των κοκκάλων

Ανίερα κύπελα, χοάνες από γρανίτη και νύχτα

από τις αιγυπτιακές ζωόμορφες σκιές στο λάγνο αίμα




















Τώρα που όλα σκορπίστηκαν σ' ένα κόσμο χωρίς νόημα
τώρα που ξεχνώ τα λόγια μου
κι όλο το κράσπεδο της ύλης υποχωρεί σ' άλλο κράσπεδο
και σ' άλλο και σ' άλλο και τα μέρη στροβιλίζονται και γυρνούν την περίμετρο
ρωτώντας κι αναζητώντας προσπαθώντας να θυμηθούν τι;
τι από τα λόγια του θανάτου
όλους αυτούς τους λαμπρούς επικήδειους
κι όλους τους άλλους τους θλιβερούς σακάτηδες
τους παραμορφωμένους σακάτηδες της ζωής
που ύλη και μορφή και ουσία τους πέταξαν εδώ
σ' αυτή τη λήθη του βόμβου
σ' αυτή τη λίθινη εποχή
τη λίθινη αρένα
σ' αυτή τη μηχανή του αοράτου
σ' αυτή τη μηχανική της τύφλωσης
σ' αυτή τη μεταφυσική των ρευστών
τη ρευστή μεταφυσική της σήψης




















Πολφός, νεύμα, νεύσις, πομφολυγή, ωάρια και κελύφη, μια αμυδρή απουσία, μια αμυδρή παρουσία, τι ν'ανακαλέσεις τώρα πια; και τι μουρμούριζες μέσα στο τράμ; μέσα στο λεωφορείο ή δίπλα στους Διόσκουρους, στο υπερμεγέθες πέταλο, στην πύλη του Κωνσταντίνου, μπροστά σ' αυτόν τον άγνωστο γίγαντα ...
Τι ν' ανακαλέσεις τώρα πια; και πιο ήταν το θέμα ή ο λυρισμός; ένα δάκρυ μπαρόκ ή μια ροδαλή σάρκα, τόσοι φόβοι ζωντανοί μες στις σκιές των ερειπίων ή το δάκτυλο της μοίρας, ο κόσμος, η μάζα του κόσμου που κυλά τη σκάλα του καπιτωλίου
τώρα που όλα σκορπίζονται σ' ένα κόσμο χωρίς νόημα, τώρα που όλο και καλύτερα ξεχνώ στιγμή τη στιγμή, τις στιγμές μου
και μένει μονάχα αυτή η αναμονή αυτή η κουρασμένη, η ταλαιπωρημένη, η βαριά αναμονή, αυτή η ανάσα που βγαίνει πάλι και πάλι
σπρωγμένη σ' έναν αυτοματισμό, σπρωγμένη από έναν αυτοματισμό
πεδικλωμένη, μπουχτισμένη, μπουκωμένη, θρεμμένη σ' έναν αυτοματισμό
ένα αυτόματο κλειδί μιας αόρατης κλειδαριάς, μια πορεία, ο βηματισμός
προς ένα αόρατο τέλος, ένα αόρατο τέρμα
Τώρα που όλα γυρνούν γύρω τριγύρω από αόρατα κέντρα
τώρα που ο κόσμος παίρνει τη θέση του
αυτή τη θέση την άμοιρη, τη μοιραία θέση, τη μοιρασμένη
τώρα που το πλήθος παίρνει τη θέση του, παίρνει τη θέση του και ορίζει
Η ζωή, η μοίρα της ζωής, η αγορά ερειπωμένη
και τα μεγάλα φασιστικά σύμβολα, τα μάρμαρα μιας υποθετικής ανδρείας
τα λευκά μάρμαρα μιας σίγουρης νίκης




















Απ' την ανατολή ο ευφράτης, στο νότο η αίγυπτος, και στο βορρά; τι είναι στο βορρά;

παρεκτός της τέφρας;

Πόσο μεγαλειώδης να είναι η σάρκα;

Φυλλάσσω στα πλευρά μου ένα παράξενο χρησμό

σε μια γλώσσα ξένη, τη γλώσσα μου

Φυλλάσσω στο πλευρό μου ένα μαντείο, ένα μάντη

που κλείνει τα μάτια και κοιτά την ψυχή του

Η απουσία είναι ένας αιθέρας πέτρινος στο φως του ήλιου

κι εγώ το ξέρω καλά πως ήρθε το τέλος του κόσμου, το τέλος μου




















("Ο μάντης", de Chirico)




















"Είχα πει, είχα σκεφτεί, άνοιξε τα χέρια σου, άνοιξε την αγκαλιά σου για μένα
ο πόνος είναι πιο μεγάλος απ' τους ανθρώπους
και η σκόνη η σκόνη αυτό το διάφανο απομεσήμερο, το καθαρό βράδυ
η σκόνη άπειρη γυρνά και γυρνά στο χορό των ατόμων
οι κρυσταλλένιες απολήξεις των άκρων της
αυτές οι τροχιές των αστερισμών μες στο σκοτάδι
οι αφορισμοί για το σύμπαν
κι ούτε που σμίξαμε ποτέ, εσύ, εγώ, η παρέα των φίλων που φιλοσοφούν μέσα στο βλέμμα
οι λυρισμοί και οι λυρικότητες του άστεος
μια πιπεριά και μια μελιτζάνα που ωριμάζει
η δίψα για νερό
ο θόλος της γης και η σχετικότητα της κίνησης
Ρώμη κι εκεί, κι εδώ Ρώμη, κι αυτές οι φουστανέλλες του θάρρους
μέσα στο μπράτσο των ανδρών ή κάτω απ' το δέρμα, ένα τίναγμα
το μεγάλο-σημαίνον, ο θεός ή ο διάβολος, η κρίση του μοντερνισμού
η ουσία της ευγένιας, η ουσία της ζωής, η φύση, η φύση
ο άνθρωπος από χώμα και νερό

Και όταν βραδιάζει (στις δέκα η ώρα) τότε πέφτω για ύπνο
με προσευχές
καλύτερα να πέθαινα μια τέτοια νύχτα μια τέτοια βραδυά
μες στις ανάσες απ' τα φυτά του κήπου που ποτισμένα ευτυχούν
με τα ψάρια γυμνά και τα φώτα της αίγινας
το άστυ κι η πόλη με πνίγει
αυτή η σάρκα η αξόδευτη και η δουλεία η δουλεία
οι φόνοι τόσων μα τόσων γυναικών ..."

Ν.

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

".. silence between us .. "


¨"..Πόσο φτωχές οι λέξεις; Πόσο φτωχές οι λέξεις μας και ύβρις, όταν η 'Σιωπή' κοινός παρονομαστής κι απόλυτη τιμή ορίζει το 'όλον' των λογισμών και περιέχει το 'ανείπωτο'; Και Μας περιέχει πεπερασμένους και μικρούς και λίγους, να τη 'γεμίζουμε' με τα κουρέλια των φθόγγων μας και με τα ψίχουλα του χρόνου μας. Την κατανόηση των αποσιωπητικών της να υποθέτουμε ... -Πόσο μικρός να υποθέτω τη σιωπή και πόσο τάχα αφελής να την αγγίζω κιόλας !

.. Όλες οι μνήμες κι όλες οι αφές -οι επαφές, καλούν τις άκρες του Νήματος να μας τυλίξουν. Να πλέξουν γύρω μας όψεις και υποψίες και στο λαβύρινθο των αποσιωπητικών της Σιωπής να γίνουν μίτος και φως διαφυγής στην άκρη του τούνελ.. -Ή έστω τουλάχιστον, ένα μετείκασμα πιο ελπιδοφόρο σ΄ αντίστιξη του τρόμου των λογισμών μας. Κι αν ήδη ένα όνομα φοράς, αυτό το ‘λίγο’, το πεπερασμένο της δύναμής μου να το ελέγξω, κατάλοιπο του συγγενούς μου εγωισμού, με κάνει και σου απευθύνω λόγο και σκέψεις έτσι, σαν σε ένα Αφηρημένο δεύτερο πρόσωπο / απρόσωπο, μ όλη τη στέρηση του Α ζητούμενο και σύμβολο και άκρο άωτο της κατανόησης του όλου και της απάρνησης του περιττού.

.. Η 'ιστορία των πραγμάτων' υπο-κείμενων, αντι-κείμενων, παρα-κείμενων. Τροχιά καμπύλη κι ασύμπτωτη. Ποιος τάχα την ορίζει και ποιόν με νήμα κόκκινο διαπερνά; Ποιος τάχα ορίζει 'εαυτόν΄ και ποιος τον 'έτερον'; -Εγώ; -Εσύ; -Εμείς; Και να, που καταλήγουμε στο τέλος αντωνυμίες προσωπικές και κτητικά επίθετα. Τύποι ρηματικοί και αμφίρροποι μεταξύ ενεργητικής και φωνής παθητικής … Μικραίνουμε στη μοναξιά του Ενικού και περισσεύουμε στα όρια απρόσωπων πληθυντικών. Κι ο Δυϊκός αριθμός, θεός από μηχανής και πόλη καταφυγίου για το ‘εγώ’ και το ‘εσύ’ μας. Και στη Σιωπή και στην απάντηση που υφαίνω στο μυαλό, γίνεται αντίδοτο στη φρίκη και στην απόσταση γιατρειά… Και οι λογισμοί μου, πάντα χαμηλόφωνοι, για ν΄ αντιστέκομαι στην πρόβλεψη που με στερεί και στη στατιστική ως πιθανότητα ανατροπής. Και σαν απόκριση στων άκρατων κριτών, που ανάξια κοάζουν, τη φλυαρία…

..Και τι θα μείνει, αν όχι άνεμος ανάμεσα στις λέξεις μας; Και τι θα μείνει, αν όχι μνήμης ψήγματα στη λήθη; Και τι θα μείνει, αν όχι υγρασία σε άδειες παλάμες; Και τι θα μείνει αν όχι η βέβαιη αίσθηση σ΄ αντίστιξη της ξιπασμένης γνώσης; Και τι θα μείνει απ τις αντωνυμίες ανάμεσά μας, αν όχι τα ουσιαστικά τα επιούσια; Κι από τα κτητικά μας ‘αποσιωπητικά’ τι θ΄ απομείνει αν όχι το αν-είπωτο περιεχόμενο της Σιωπής που μας περιέχει;

Της Σιωπής, που ιστό συνδετικό ανάμεσά μας τη μεταβόλισε ο Χρόνος …! ..”

Α ^j^

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

".. κι ο Ευκλείδης (μου) σε mobius ring ελέω .. Herr Riemann ! .."










«… Όλα ρευστά σαν χρόνος, σαν νερό! Νερό που γίνεται ατμός και άνεμος και σύννεφο και πάλι σαν νερό γίνεται χρόνος ..

Κι απ’ των ματιών τις φυλακές κι απ' τα ταμεία των συνειρμών ο κόσμος γύρω δίδυμος, διπλός. Και δυό μορφές. Καθρέφτες λαμπεροί κι οξειδωμένοι, παλιοί κι ακόμα χτεσινοί. Στρεβλά τα είδωλα. Μορφώματα αστόχαστα και πλάνα, στα μάτια με λογχίζουν και περνούν. Κι αυτό που εντός πηγάζει σημαδεύω, με μιαν εμβέλεια άχρονη κι ακόμα αγενεαλόγητη. Κι απ τις γωνιές των δρόμων κι από τους παραστάτες, τ’ αρχαία βήματα ξαφνιάζονται για την κατάληξη τους. -Σαν μιαν Ιθάκη απρόβλεπτη να βρήκαν ξαφνικά... Τα πόδια μου σκονίζει ο κουρνιαχτός και μπλέκει της πυξίδας μου την όψη. Κι αλλάζει ρότα στη φορά των μύθων των δικών μου, των απ' αρχής και των επίκτητων προσωπικών θεωρημάτων απορίας. Και μένω εδώ, σημείο μοναχό σε μιαν ευθεία αντίκρυ. Στη νέα γεωμετρία ελπίζοντας, που καμπυλώνει ο χώρος κι ο χρόνος ‘σχετικός’ νεάζει. Και όλα τέμνονται και τίποτα παράλληλο κι ανέγγιχτο δε μένει πιά…

Και μένω εδώ, σε ατέρμονη διαδρομή επιστροφής κι εκκίνησης μαζί, εγκλωβισμένη ... »






Α ^j^





Κυριακή 16 Μαΐου 2010

"... όλα προχωρούσανε προς το θάνατο ..."






















Τριάνταέξι χρόνια είμαι φυλακισμένος χωρίς έγκλημα
μέσα σ' αυτά τα χρόνια πολλοί άνθρωποι μας επισκέφθηκαν
άλλοι να πάρουν φωτογραφίες, άλλοι από φιλολογική άποψη
να δούνε ένα είδος ανθρώπων αλλιώτικους
Πολλοί πήραν και ταινίες κηνιματογραφικές
αλλοίμονο, μέχρις σήμερον, όλοι μας εξηπάτησαν
κανένας δεν εφρόντισε αυτά που θέλαμε και αυτά που υπεσχέθειν
ότι θα δείξει στον κόσμον
στο τέλος μια απάτη μια φωτογραφία κι αποκάτω μια λεζάντα
που αλλοίωνε τις υποσχέσεις
και μας εξαπατούσε
και μας πλήγωνε ...

γιατί άλλοι θέλαν να μας δείξουν την απέχθεια και άλλοι τη συμπόνια
εμείς όμως δεν θέλομε ούτε να μας απεχθάνονται ούτε να μας συμπονούνε
εμείς έχομε ανάγκη από το ωραίο αίσθημα, την αγάπη, αγάπη
σαν συνάνθρωπο όπου έπαθε ένα ατύχημα και όχι ότι αποτελεί ένα φαινόμενο,
ένα αλλοιώτικο είδος ανθρώπου
γιατί, κι εμείς, είμεθα άνθρωποι
έχομε κάνει τα ίδια αισθήματα, τα ίδια ιδανικά
και δεν θέλομε να μας φτάσουν σε κάποιο άλλο κόσμο ξεχωριστό ...

Δεν ξέρω τι θα γίνει, δεν ξέρω ...

Αμφιβάλλω αν κι εσείς που είστε και ξένοι και πηγαίνετε πολύ μακρυά
αν θα αποδόσετε την αλήθεια ή θα γαρνίρετε με ψέμα ό,τι έχετε πάρει
για να τη μεταχειριστείτε, τις οίδε για ποιους σκοπούς
τις οίδε για τι σκέψεις και ιδέες
εμείς εδώ θα μείνομε με την αμφιβολία
έως ότου αποδειχθεί ότι εσείς είστε ειλικρινείς ...


Ο θάνατος, μέσα στη Σπιναλόγκα όλα προχωρούσανε προς το θάνατο
γιατί το πνεύμα της δημιουργίας δεν υπήρχε
μέναμε στη Σπιναλόγκα με σκοπό να πεθάνουμε εκεί
χωρίς καμμιά ελπίδα


Γι' αυτό σιγά σιγά συνηθίζαμε αλλιώτικα από τους άλλους ανθρώπους
που αποβλέπανε για τα παιδιά τους, για την απόκτηση περιουσίας
εμείς ζητάγαμε να ετοιμαζόμεθα περισσότερο για το θάνατο
γι' αυτό είχε παγώσει η ψυχή μας
κι όπως η γλώσσα μας εκεί μέσα, λέγαμε, λέγαμε "πέθανε ο τάδε"
"ξεκουράστηκε", λέγαμε ...

Βέβαια η συμβίωσις και ο έγγαμος βίος που ήταν στους περισσότερους
ο χωρισμός, έφερνε θλίψη και κλάματα που παρέσυραν και όλους εμάς
όπως γίνεται και σε σας τους υγιείς
όμως (ογλήγορα) απόφαση γιατί ήξερε ο σύζυγος ή η σύζυγος (εκείνου) που πέθαινε
ότι είχε πάρει τη σειρά του
και περίμενε τη δική (ν)του σειρά για να πεθάνει ...

Αντίθετα με τη Σπιναλόγκα που είμαστε νοικοκύρηδες όλοι μας
και ρυθμίζαμε τα του εαυτού μας ...

Απηγορεύετο να ψηφίζουνε και χάναν τα δικαιώματά τους ...

Με είχα(ν) διαγράψει ... οι άρρωστοι ... μόλιςπάθαινε κανείς την αρρώστια
διεγράφετο από τα μητρώα του χωριού του
και εμένα τον ίδιο με είχαν διαγράψει ...

Η στάση των συγγενών, η αγωνία του ενός, του πάσχοντος, ξέφευγε
και αποτελούσε ένα σεισμό για όλη την οικογέννεια και του τετάρτου βαθμού ακόμη ...

Θα σας πω λίγα πράγματα για να νιώσετε τι ακριβώς συνέβαινε
Ένα πελώριο τείχος συκοφαντίας εις βάρος μας υψώνετο στη Σπιναλόγκα
ώστε να μας θεωρούν οι άλλοι άνθρωποι σαν κάτι αλλιώτικο
από τους άλλους ανθρώπους
τόσο πολύ θέλανε να έχουνε τη φωνή μας σφραγισμένη ώστε το '38, ο βιομήχανος Παπαστράτος
μας χάρισε ένα τηλέφωνο, ε(...) να το πάρουν
για να μην το αφήσουν να μπεί στη Σπιναλόγκα, και η φωνή μας να μένει κλειστή
ξεχασμένη, γιατί ήτανε γεμάτη αγανάκτηση για την αδικία που γινότανε ...

Καλύτερα να είμαστε στη Σπιναλόγκα παρά να ζούμε εδώ
και να βλέπομε τη ... το χάλι να πούμε, τη ... των ανθρώπων που αγαπούμε ...








































Σεις σε λίγο θα μαζέψετε τις μηχανές σας και θα φύγετε
εμείς όμως εδώ θα μείνομε
ίσως μέσα σας να γενούνται τα αισθήματα της λύπης
μας λυπάστε για την αρρώστια, όμως νομίζω ότι εμείς
πρέπει να λυπούμεθα για σας
γιατί εάν εμάς μια μάντρα ένα τείχος χωρίζει, μας χωρίζει
από τη ζούγκλα της ζωής, όμως βρήκαμε το στόχο
και το σκοπό της ζωής μέσα εδώ στο καμίνι της αρρώστιας
και της απομονώσεως ...

"Τι θέλετε;"
Εμείς κι εγώ προσωπικά μάλιστα είπα "Τίποτε ... ένα μόνο"
"να φύγομε ζωντανοί και πεθαμένοι από 'δώ"

Σταματήστε
τώρα που είναι ακόμη καιρός
γιατί αύριο θα είναι αργά
(... soulevez ...) όλοι κι ο καθένας χωριστά να παίξει το ρόλο του
σ' αυτό το σκληρό παιχνίδι που λέγεται ζωή που είναι
χωρίς έλεος σήμερο
Σταματήστε, τώρα που είναι καιρός, σταματήστε ...

... και μια μέρα θα γίνεται κι εσείς νέοι ... απορρυπαντικά
και θα μείνετε μέσα στα σκουπίδια ...

... και βαδίζετε κατευθείαν στην καταστροφή
σας λυπούμεθα, ειλικρινά σας το λέω, για το κατάντημά σας
για την αδιαφορία σας, για το πείσμα σας ...



















Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης (λεπρός)
L' ordre (J. D. Pollet, M. Born, M. Aguettant)




















(στο τέλος μια απάτη μια φωτογραφία κι αποκάτω μια λεζάντα
που αλλοίωνε τις υποσχέσεις
και μας εξαπατούσε
και μας πλήγωνε ...)

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Details


ψυχρά όταν θα με καλέσεις κι απόλυτα/βοή θα ξεχυθεί και βόγκος απ' τα ερείπια του χρόνου/τα δάχτυλά μου θ' ανοίξω όπως της αράχνης ο ιστός/να ξεπλύνω τα σχέδια να τινάξω τις μορφές/κι ο αντίλαλος του φωτός από κορφή σε κορφή θα χτυπήσει




















Μες στη ζωή σου πεθαίνω/έτσι βίαια που μ' αποσπά και με τρυπά το βλέμμα σου/η φωνή σου, το ρολόι του τοίχου/οι μικρές δονήσεις του πατώματος, οι μικρές δονήσεις του αέρα/η διάθλαση της ύλης, αυτή η ταχύτητα του φωτός/το φάσμα της αθωότητάς σου/το πέπλο του σπέρματος/το νερό στην κοιλιά σου/το φουσκωμένο ερπετό/που αιμάσσει και φτύνει/και βογκά/ζωή και θάνατε μαζί/τι θα πάρω από σένα;/τα μαύρα σου μαλλιά/μια τούφα στο ξανθό καλοκαίρι/την όψη την πτερωτή/ή την κορυφή του βουνού;/κι εσύ; εσύ βδέλυγμα και αποφορά/εσύ κρούστα διαβολική των ματιών/τι θ' απογίνεις;









































Ο θάνατός μου διαρκεί κι επαναλαμβάνεται/και ο πόνος μου μαζί και η πίκρα και η χολή/και αυτές οι λάμψεις/οι καμπάνες που ηχούν/τα λευκά τριαντάφυλλα/με το λεπτό τους άρωμα/η σήψη/η αποφορά/ένα βλέμμα στο άπειρο/οι μορφές και το δέρμα σου, εσύ σε ανατομικό τραπέζι/μια χορωδία από κρωγμούς/τ' αγκάθια των βράχων/του Σεβαστιανού τα βέλη/του πειρασμού ο Αντώνιος/ένα βλέμμα στο άπειρο/εσύ/εσύ που πίσω θα μείνεις/στο κατόπι του πόνου μου/το κρέας το θρασύ/η ουρήθρα της θλίψης/ένα καρκίνωμα από ίριδες/το απαύγασμα από εκκλησιές και από τάφους/ο θάνατος σου ο ίδιος/ή η θέληση, αν θέληση υπάρχει/ή το κενό, αυτό το αδιάλυτο πηχτό κενό του χώρου/οι τέσσερις γωνιές/οι τέσσερις πόρτες/οι τέσσερις μέρες/οι μορφές και το δέρμα σου/εσύ σε ανατομικό τραπέζι/μια χορωδία από κρωγμούς/τ' αγκάθια των βράχων/εσύ που πίσω θα μείνεις/ένα φύλλο από ένα κισσό/ένας κισσός από φύλλα/
τα πέταλα της άνοιξης/
ή το ποτάμι του βάθους/
μια σκοτεινή πηγή νεκρών και αγίων/
μιας αγιογραφίας τα μάτια/της μυρωδιάς το λεμόνι/το κρέας το θρασύ/ή η ουρήθρα της θλίψης/ένα κρύσταλλο ή ένα πανί/από το στήθος σου η οσμή/ή το ρούχο των δακρύων/αυτό το πτώμα που σκληραίνει στον ήλιο/τα πόδια και τα χέρια τα μάτια τα χείλη του παππού/τη μέση του πατέρα το στήθος της μαμάς/ένα φύλλο από ένα κισσό/έναν κισσό από φύλλα/τα πέταλα της άνοιξης/ή το ποτάμι του βάθους/τι απ' όλα να είσαι;/τι να διαλέξεις;/τι να κρατήσεις απ' τον κόσμο;/ένα κρύσταλλο ή ένα πανί;/φωνάζουν τα πράγματα και μιλούν με χίλιες γλώσσες/ελαφρά στον ύπνο πέσε άνυδρο σώμα/ως εδώ είδες, όχι πιο πέρα/στα χέρια μου κρατούσα την καρδιά μου/στα δέντρα πάνω/κι οι άνθρωποι πετούσαν στον αέρα/όταν κατρακυλούσαν οι βράχοι που μας θάβουν/









































Στα γόνατα πέσε/και διάβασε ξανά αυτό αυτό τούτο/πως επιφάνεια πιο λεία πιο στιλπνή δεν θα βρεις ποτέ/πως τούτη η αποφορά είναι η ζωή/και ζέχνει/πως στα δέντρα πάνω κρύβεται η γνώση/κι η ομορφιά/κι οι άνθρωποι πετούν στον αέρα ένα δυό φορές μονάχα/όταν κατρακυλούν οι βράχοι που μας θάβουν/κι απ' τη ζωή πιο 'κει, πιο πέρα απ' τη θλίψη τι να 'ναι;/μια μαύρη στέρνα και πράσινο νερό;/ένα πηγάδι λάσπη μέχρι το λαιμό;/ένα άγαλμα αθάνατο, μια κοιλιά ανοιχτή;/άφησε το όραμα, το θάνατο άφησε κάτω, στα γόνατα πέσε/
κι ας πεθαίνω εγώ, κι αν εγώ πεθαίνω/
στο κατόπι του πόνου μου, ένα να ξέρεις/

πως για σένα πεθαίνω/

από σένα πεθαίνω/

ο θάνατός μου είσαι εσύ/

ο θάνατος είναι για σένα/

ο θάνατός μου είναι για σένα/

εσύ πεθαίνεις κι ας πεθαίνω εγώ/

γιατί αυτό να είναι τόσο ακατάληπτο;/


ο θάνατός μου διαρκεί και επαναλαμβάνεται/
μες στη ζωή σου πεθαίνω/
ζωή και θάνατε μαζί/
στον τάφο μου από σένα τι θα πάρω;/
κι εσύ εσύ βδέλυγμα κι αποφορά/
εσύ κρούστα διαβολική των ματιών τι θ' απογίνεις;/

Ν.
(σχέδια του Ν.)



















Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

".. διπλή ματιά, διπλή γραφή.. διπλή λεπίδα η νύχτα .."



(Νίκος Εγγονόπουλος /Ο ποιητής και η μούσα β)

ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ
1889-1966

Η ΜΟΥΣΑ

" ..Τον ερχομό σου μες στη νύχτα καρτερώ
σε μια κλωστή θαρρώ κρέμεται η ζωή μου
νιότη, ελευθερία, δόξα, ας πάνε στο καλό.
Αγαπημένη εσύ, πλησίασε, έλα με τη φλογέρα
να την, που πέταξε το πέπλο της.
Στα μάτια με κοιτά προσεχτικά: Ρωτώ:
«Του Δάντη τις σελίδες υπαγόρεψες εσύ;
τους στίχους για την κόλαση;»
και απαντά : Εγώ!
"


μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου






«.. Δε θα σ αφήσω πλέγματα και ιστούς ν απλώσεις, που πότε θαλπωρής επίφαση και πότε ασφυξίας τριχιά, γεμίζεις το ποτήρι μου της μέθης και πύλες της διαφυγής διάπλατες τάζεις στο μυαλό κι ολόγραμμα και σύννεφο και οπτασία με ξενιτεύει από τη Γή κι από του πόθου και της καρδιάς το υστέρημα ξεκλέβει. Από τις άκρες θα πιαστώ μιας κόλασης, από της φλόγας την ανάγκη κι απ τις ορμές κι απ τις εικόνες και τους ήχους, που τόσο μοιάζουν μα τόσο απόλυτα αποκλίνουν, σύμφωνα με το μάτι του μυαλού ή με το μάτι της καρδιάς ανάλογα ιδωμένες. Και Οδυσσέας ταλαίπωρος εγώ, δεμένος στο κατάρτι, αυτή η πληγή η ανοιγμένη χρόνια στο νόστο της Ιθάκης μου ταγμένη, όμηρο με κρατά και προστασία στέκεται στον ήχο της Σειρήνας..


..Αγαπημένη μου, του πνεύματος η υπεροχή κρατάει το δοξάρι κι όλα τα κάνει μπορετά μονάχα σαν την πείνα του τυφλή, πρώτο βιολί δε βάζει κι ούτε πυξίδα άλογη, τυφλή και ξιπασμένη να τυραννάει το λογισμό και να λογχίζει την καρδιά. Και τα σπουδαία της ζωής, τα πιο σπουδαία, όμορφη μελωδία γλυκά να μας τραβάει στη μέρα σαν ξημερώνει και εξημερώνει την καρδιά του άκαρδου θηρίου του ‘εντός’, που υφαίνει μοναξιά και υψώνει τείχη γύρω. Κι απ΄το προσκέφαλό σου, μ΄ αγκάθι μισερό ξηλώνει όνειρα απ το γερμένο πάνω σου πλευρό μου. Θλιμμένος Ίκαρος λοιπόν, χρόνια στη νύχτα ικέτης, χωρίς φτερά, μονάχα μ ένα όνειρο πετώ. Κι ό ήλιος, ο τεράστιος, ο άτρωτος κι ο δυνατός, φόβο κι επιβουλή το ταπεινό πετάρισμα λογίζει. Και τα φτερά, που νύχτες άντεξαν και πέλαγα και καύμα πόνου και υστέρημα πνοής και παγετώνες χρόνων, αφήνουν το κερί προσάναμμα στου Ήλιου τη θυσία. Για μια σταγόνα θαλπωρή, για μια ματιά, για ένα άγγιγμα τυχαίο του χεριού, που η δίψα της ψυχής η συγγενής και η απ αρχής των λογισμών, χάδι το νιώθει και στοργής φωνή και πρόθεση κι αγάπη το λογίζει..


.. Αγαπημένη μου εσύ, σ΄ όσες σελίδες κι αν κρυφτείς, την κόλαση μου υφαίνεις. Και ξετυλίγεις λογισμούς σαν πέπλα και σαν φλόγες και με το καύμα της ψυχής λογχίζεις την καρδιά και της κρυφής μου πεθυμιάς τραγούδι γίνεσαι. Και άνεμος Αντάρτης. Άνεμος άναρχος κι οξύς κι εγώ φτερό σπασμένο σαν σκόνη αφήνομαι κι αυτός, αλόγιστα και πάλι στον Ήλιο μ ανεβάζει.. να καώ ..»





A ^j^

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

".. καθώς η φαντασία ερήμην ολογράφει τα μελλούμενα .."


Julius von Ehren (1864 - 1944) Möwen an der Alster, um 1905© Julius von Ehren Erben Hamburger Kunsthalle /bpk



".. Πύκνωσαν οι φωνές και τα κομμάτια πάνω στο ακέραιο σώμα του κρυστάλλου μου διαχωρίζονται κι αποχωρίζονται από τους λώρους τους ομφάλιους κι από το νόημα της συνοχής μου με μακραίνουν. Κι απ τα σκορπίσματα της θάλασσας και απ΄ τα περάσματα της πλημμυρίδας και της άμπωτης νωπά ακόμα τα κομμάτια των ναυαγίων. Των ναυαγίων μου στην άμμο τη θορυβημένη. Την άμμο την ακόμα νωπή με ίχνη διαδρομών κύλισης και βημάτων σπαρμένη και πύργων φιλόδοξων και ματαιόδοξων γραφών και σχημάτων με βότσαλα και σπασμένα καλάμια από την απειλή των ανέμων κι απ το μετείκασμα της λάμψης των αστέρων -των χτεσινών αγαπημένων που ξεμάκρυναν αλλάζοντας τροχιές κι απομακρύνθηκαν. Των χτεσινών αγαπημένων, που τη φυγή τους μαρτυρούν τα κόκκινα τα χνάρια τους στο φάσμα του φωτός τους. Και μάχες και στιγμές και πανικούς μεταλαμβάνω. Κι όλο πανιά απλώνω των προθέσεων, να βρω διευθύνσεις οριζόντιες και κάθετες. Να βρω συντεταγμένες, να ορίσω στίγμα, ν ακολουθήσω γι αλλού. Για το ‘αλλού’ το αφηρημένο, των πληγωμένων αποστροφών, των υπερβατικών αποστρόφων, των κομματιών των διπλωμένων και των ανέγγιχτων στις μύχιες τις κρυψώνες ταμιευμένων.
Που είσαι; Πώς να γεμίσω της διασποράς μου τα σκορπίσματα, τα λόγια, τα σημάδια της αφής; Και της απόστασης τ΄ αποσιωπητικά και τα υπονοούμενα; Στις υποθέσεις, που ανοίγουν κι εγκαταλείπονται πλάνητες επαίτες και πλανημένοι ορφανοί πώς ν απολογηθώ και πώς ν αναχαιτίσω το πετάρισμα της ελεύθερης σκέψης σε ουρανούς ανυποψίαστους κι ατρόμητους σε μπόρες και σε κατακτητές των αιθέρων αλαζόνες; Το άρωμα μονάχα, το άρωμα της μνήμης και του ίχνους σου μέσα μου, σαν άλλοθι αρχέγονο, στους υγρούς μου μυκτήρες θα εμφυσήσω. Να μη φοβάμαι την ασφυξία των υποθέσεων και των λογισμών. Το φόβο και τον τρόμο της άλογης υποψίας και της παράλογης επιβουλής θα διασκεδάσω, με το απόλυτο των πιο διάφανων προθέσεων και του αισθήματος την άδολη ματιά. Και θα επιμένω, Αστρολάβος εκεί στο βυθό να λογίζομαι και με το όνομα αυτό στα καλέσματα ν απαντώ των στιγμών των απρόσκλητων. Μακριά απ τη συνάφεια κι από τον πόνο, τον εξ αγχιστείας, που ταιριάζει, που φωνάζει, που ελίσσεται και εξελίσσεται παράλληλα κι ασύμπτωτα κι ανάλγητα και που ανάδελφος δεν είναι και τον ξέρω και με ξέρει. Δίχως μάχες και θόρυβο και όπλων κλαγές και αίμα σταγμένο στα λόγια και στα ίχνη στη μέση των δρόμων. Στα περιθώρια των σελίδων και στον καπνό που ορίζει νέφη μελανά και σήματα κι ανάλεκτα μηνύματα και βέλη πυρωμένα.
Που είσαι; πρόκληση γίνεσαι στην απουσία πνεύματος και η άνευ πνεύματος παρουσία σου με τιμωρεί και μ΄ ατιμάζει καταργώντας με σαν πνεύμα και σαν παρουσία. Και η ανάγκη της ταυτόχρονης συνύπαρξης, που έταξα τη ζωή μου ουραγό, να με πουλά όσο όσο με διαδικασίες συνοπτικές στους αργυραμοιβούς, στους γύπες και στις Ερινύες. Να με εκδίδει στου κάθε εφιάλτη μου τους πρωταγωνιστές και τους κομπάρσους, που μαστιγώνουν και με πονούν ..

Κι εγώ στην κόλαση μου συρρικνώνομαι ...

... καθώς η φαντασία, ερήμην φευ, ολογράφει τα μελλούμενα … "

A ^j^