Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011


Ανοικτή αυτή, και απλώθηκε, η αίσθηση, όπως η αναπόφευκτη καταστροφή
κάποιες λεπτές ανακλάσεις μονάχα, ή ένα νεύμα μετάνοιας ή απώλειας,
και, όπως τα βλέμματα συναντιόνται και φεύγουν ξανά, έτσι, αλλά ολοκληρωτικά,
ήρθε η μετά θάνατον ζωή, η ζωή μετά το θάνατο, όπως μια αναπόφευκτη καταστροφή, ένας κορμός και μία στήλη των κεφαλών μας, ένα λαγούμι που μέσα φωλιάζουν τα δικά μας στήθη, μία κλωστή στο νήμα του αέρα, όλο θλίψη και σκέψη ...
μια σύνοψη αυτού που δεν τελειώνει και απέραντη πέρα ως πέρα χτυπά τα τύμπανα των τοίχων και αναγυρίζει τη σκόνη και, από το τραπέζι που τρως, νιώθεις αυτό το άβολο αίσθημα, τα μέλη σου ξηρά να αντιστέκονται και, πηγαίνοντας στην εποχή των παιδιών, ανοιγοκλείνεις τα μάτια σε μια άλλη ζωή ή σ' ένα τμήμα της, όπου μέσα στον κόκκινο ήλιο του απογεύματος η εκκλησία χάνεται αγκαλιασμένη μ' ένα κυπαρίσσι κι εσύ περιμένεις ...


Έτσι είναι όταν έρχεται η ώρα, κι όσο σηκώνεις το έδαφος περιμένοντας, ανακαλύπτεις τον ήχο μιας καρδιάς που φθίνει, μιας γλώσσας ακατάληπτης, ή ένα μαυσωλείο που αντηχεί πια χαμηλόφωνα μια θαμπή μακρινή παλινωδία του κόσμου ...






Ίσως το καλύτερο μέρος να ήταν αυτό, αυτό το έρημο κομμάτι του κόσμου, όπου το μέλλον και το παρελθόν έσμιξε σ' ένα νέο κορμί, ακούραστο ακόμα ν' ανεβαίνει τα βουνά, και να γυρνά τις μέρες,
όμως, αν ήταν, θ' αρνιόμουνα τον εαυτό μου και θα φανέρωνα πως δεν είναι δικό μου και πως ούτε και τώρα το θέλω, να μου ανήκουν όλα αυτά τα δέματα, τα δέρματα, τα σιρίτια, ή οι πόρτες που ανοιγοκλείνουν, ή τα δευτερόλεπτα, αλλά ήσυχα μια νύχτα θα τερμάτιζα τους ύπνους όλους, σ' ένα ύπνο πιο ήσυχο και πιο μεγάλο, ανίκανος πια για πραγματική χαρά ή για λαχτάρα της χαράς, κι έτσι, αλλαγμένος, απ' τους σκοτεινούς καιρούς, σαν εύπλαστη, εύθραυστη, χάρτινη σκιά, θ' αφανιζόμουν μ' ένα νεύμα του τίποτα, όπως εξαφανίζονται τα μέλη μου ιριδίζοντας σ' ένα διάχυτο κρότο από πόνο, μουδιασμένα, τρεμάμενα ...


Ν.



Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Υπάρχει


Υπάρχει πάντοτε το κρύσταλλο του χρόνου, ανάμεσα στις θυελλώδεις στιγμές, το καλοκαίρι, και το χειμώνα, κι έτσι ανοίγει η ολισθηρή δίοδος της ανάσας και του φωτός, σ' αυτό το σκοτεινό, το γκρίζο κενό, με τις ημιδιάφανες φιγούρες, και χωρίς να θέλω, χωρίς να μπορώ, ανοίγει και κλείνει το πέρασμα, κι έτσι, με μια ματιά, είναι σχεδόν αρκετό να διασχίσω τις αποστάσεις της φαντασίας πάνω στα πλάσματα, όπως το φως ή η λάμψη, και να επιμηκύνω το εσωτερικό της καρδιάς μέχρι το χέρι, ή την ψυχή, εκεί που διασταυρώνονται οι δράσεις της ζωής και των θανάτων και φωλιάζουν κυνηγημένες, εκεί που καμιά φορά ξεχνιέται η μνήμη μου και αργοσαλεύει, ή εκεί που αγκιστρώνεται η εμμονή ...



Τίποτα δεν έχει μείνει σχεδόν, και σχεδόν φαντάζομαι πως χάνομαι και εγώ και αφήνομαι σε σένα, όπως έχω δει να αφήνονται τα ζώα, σ' ένα άγνωστο αφέντη ή σ' ένα αόρατο άνεμο ή σε μια λάμψη που σκάει πιο πέρα, και παίζοντας με το παλιό φθαρμένο παιχνίδι, ψιθυρίζω ακατάληπτα, ακατάληπτες ανολοκλήρωτες λέξεις και φθόγγους, γλώσσες και γλωσσισμούς, που μαζί με τη σιωπή αργοσβήνουν στο ημιδιάφανο κενό, στο ομιχλώδες τοπίο, με μάτια μεγάλα, με μάτια κλειστά, κι έτσι πηγαίνω πιο πέρα τη σιωπή τους, μέσα σ' ένα βόμβο από κρυμμένες ροές, από ανακλάσεις γυμνές μιας απαλής ζεστής φρίκης, και πάνω σ' αυτό, μέσα σ' αυτό, πάνω σ' αυτό το βωμό αργοσαλεύω, και η ύπαρξή μου, όπως τη βλέπω, συσπάται και σέρνεται, σαν ένα απαρηγόρητο πουλί που πέφτει από τη φωλιά, με μια φωνή πνιγμένη ...

Και ήθελα πάντα να το πω, μέσα στο δάσος του χειμώνα, τη νύχτα, μέσα στη βροχή, πως είμαι και δεν είμαι το παν, πως η συγκίνησή μου πάντα με προδίδει, πως όλα είναι μηδέν και πως τίποτα δε μένει τώρα που έφυγες και πως μέσα στη σκιά ακόμα και θα σε αρνιόμουν και θα καταριόμουν για σένα όπως καταριέμαι και για αυτόν, αυτόν που κουβαλώ, και, ίσως, αφού ξεπουλήσω τα χρόνια και τη σάρκα, ίσως τότε να σβήσουν οι σπίθες και χαθεί και η αχλή του φωτός στη σκοτεινή αίθουσα των σωμάτων, ίσως σε συναντήσω και πάλι να μ' αγοράζεις μ' ένα νόμισμα φθηνό και ακατάληπτο, όπως αυτό που συγκρατεί την πραγματικότητα και τη φαντασία, αυτό που κυλά από την άκρη της μύτης, από τη βλέννα, και συναντά τον αέρα ενός μικρού δευτερολέπτου ...

Πως ξεκίνησαν όλα και πως θα τελειώσουν; όταν τελειώσουν οι λέξεις και όλα πια θα έχουν λεχθεί και θα μείνει να κλαίει αργόσυρτα ένα εγώ ταλαιπωρημένο ...

Όμως τις νύχτες σαν κι αυτή, που ξένος κάθομαι στον εαυτό μου και τρυπάω το μηδέν, τις νύχτες σαν κι αυτή θα γίνει και πάλι η στροφή του αοράτου και χλιαρός ο αυχένας του κόσμου θα στέκει ...

Ν.