
Τρίτη 23 Ιουνίου 2009
"... Τι θα ήταν η ζωή αλλιώς, τι θα ήταν διαφορετικά παρά μια φρίκη, μια φυλακή αναπόδραστη ..."

"... όσο κρατάει ακόμα το μετείκασμα και αυτή η αντήχηση, ο αντίλαλος, η κραυγή, η ευχή σου, η κατάρα σου ..."

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009
"... πως θα το ξέρεις ποιαν εννοώ; ..."

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009
"... οι λέξεις αυτές άψυχες θα κείτονται στο πάτωμα ... στα μάτια ενός καλοκαιριού νεογέννητου ..."


Τρίτη 9 Ιουνίου 2009
"... home ..."

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009
".. κι οι χάρτες θα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους εκεί που ο νους μονοπάτια μηχανεύεται .."
«.. Οι άκρες των δαχτύλων μου, Κυκλωτικές διαδρομές μ ανάλαφρα ποδήλατα στα όρια του προσώπου σου. Στη γεωμετρία των γραμμών σου Εκεί, στο τρίγωνο που σμίγουν τα φρύδια, οι τεθλασμένες των ματιών και οι καμπύλες του χαμόγελου. Στις οξυγώνιες εκφράσεις των φόβων σου και στο αμβλύ μονοπάτι του τρυφερού ύπνου στα μάτια σου. Η θάλασσα μέσα μου, Η πάλη μέσα μου Κι η άμπωτη.. Μες την παλάμη μου ο Λίβας της ανάσας σου, στρόβιλος κι άνεμος και νηνεμία. Όταν αγγίζω με τ’ ακροδάχτυλα τις απολήξεις σου και το περίγραμμά σου σε περι-Έχω και περι-Έχομαι. Κι αυτό, το τόσο προβλέψιμο το τόσο πεπερασμένο ταξίδι όσο δε λέει να ξεκινήσει νοιώθω να μη τελειώνει πουθενά. Νάναι μακρύ χωρίς Ιθάκη Και δίχως λογισμούς. Με μιαν απόλυτη συνέπεια στο κέντρο μου, που ψάχνει ακόμα ψάχνει, μια περιφέρεια ανάδοχο να με περι-βάλει. Στο κέντρο μου να βάλλει, Εντός να με έχει, να με περι-έχει με τη στοργή μιας σκέψης μόνης κι ανάδελφης και σιωπηλά κρυμμένης Κι ακόμα ανώριμης να πλανηθεί σε πλέγματα λέξεων σε σχήματα ήχων, στον απαλό της μίσχο ακροβατώντας πάνω απ το δίχτυ ασφάλειας της τρυφερής ασάφειας του παιδικού σου βλέμματος. Οι αναπνοές σου, Κουκούτσια των καρπών της Άνοιξης στα δάχτυλα, σαν όστρακα ερμητικά κλεισμένα, Σαν πύλες απροσπέλαστες σε τείχη θεόρατα. Σαν τάφρος του ψηλού του Πύργου της γεωγραφίας σου, που σε μακραίνει, από την έκταση των χεριών μου και τις αναμονές στ ακροδάχτυλα απελπίζει κάθε που ξημερώνει αύριο. Λίγο πριν βγει ο Ήλιος - Λίγο μετά, σαν όνομα η μέρα αλλάξει, Θα σε φωνάξω πάλι. Θα σε φωνάξω πάλι με την αθώα ένταση της ξάγρυπνης πνοής, μέσα απ' του ύπνου τον ψίθυρο, μέσα απ τους μίσχους ώριμων σταχυών και μέσα απ του πυρήνα σου την άφεση στα ακροδάχτυλα μου, που άπειρα ν αγγίξουν τ άπειρο τόλμησαν μ έμπνευση κι έγνοια κι όχι από γνώση κι όχι από μνήμες και τριβές, μα με προσάναμμα στης νύχτας την προοπτική την παρουσία του χρόνου σου στο ρεύμα, στους αρμούς και στα σπασμένα μέλη μου, που αιώνες χάσκουν στο κενό και τώρα στο καινό ισορροπούν στις παύσεις και στις σιωπές σου ανάμεσα ..»
A^j^