ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ
1889-1966
Η ΜΟΥΣΑ
" ..Τον ερχομό σου μες στη νύχτα καρτερώ
σε μια κλωστή θαρρώ κρέμεται η ζωή μου
νιότη, ελευθερία, δόξα, ας πάνε στο καλό.
Αγαπημένη εσύ, πλησίασε, έλα με τη φλογέρα
να την, που πέταξε το πέπλο της.
Στα μάτια με κοιτά προσεχτικά: Ρωτώ:
«Του Δάντη τις σελίδες υπαγόρεψες εσύ;
τους στίχους για την κόλαση;»
και απαντά : Εγώ! "
μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
«.. Δε θα σ αφήσω πλέγματα και ιστούς ν απλώσεις, που πότε θαλπωρής επίφαση και πότε ασφυξίας τριχιά, γεμίζεις το ποτήρι μου της μέθης και πύλες της διαφυγής διάπλατες τάζεις στο μυαλό κι ολόγραμμα και σύννεφο και οπτασία με ξενιτεύει από τη Γή κι από του πόθου και της καρδιάς το υστέρημα ξεκλέβει. Από τις άκρες θα πιαστώ μιας κόλασης, από της φλόγας την ανάγκη κι απ τις ορμές κι απ τις εικόνες και τους ήχους, που τόσο μοιάζουν μα τόσο απόλυτα αποκλίνουν, σύμφωνα με το μάτι του μυαλού ή με το μάτι της καρδιάς ανάλογα ιδωμένες. Και Οδυσσέας ταλαίπωρος εγώ, δεμένος στο κατάρτι, αυτή η πληγή η ανοιγμένη χρόνια στο νόστο της Ιθάκης μου ταγμένη, όμηρο με κρατά και προστασία στέκεται στον ήχο της Σειρήνας..
..Αγαπημένη μου, του πνεύματος η υπεροχή κρατάει το δοξάρι κι όλα τα κάνει μπορετά μονάχα σαν την πείνα του τυφλή, πρώτο βιολί δε βάζει κι ούτε πυξίδα άλογη, τυφλή και ξιπασμένη να τυραννάει το λογισμό και να λογχίζει την καρδιά. Και τα σπουδαία της ζωής, τα πιο σπουδαία, όμορφη μελωδία γλυκά να μας τραβάει στη μέρα σαν ξημερώνει και εξημερώνει την καρδιά του άκαρδου θηρίου του ‘εντός’, που υφαίνει μοναξιά και υψώνει τείχη γύρω. Κι απ΄το προσκέφαλό σου, μ΄ αγκάθι μισερό ξηλώνει όνειρα απ το γερμένο πάνω σου πλευρό μου. Θλιμμένος Ίκαρος λοιπόν, χρόνια στη νύχτα ικέτης, χωρίς φτερά, μονάχα μ ένα όνειρο πετώ. Κι ό ήλιος, ο τεράστιος, ο άτρωτος κι ο δυνατός, φόβο κι επιβουλή το ταπεινό πετάρισμα λογίζει. Και τα φτερά, που νύχτες άντεξαν και πέλαγα και καύμα πόνου και υστέρημα πνοής και παγετώνες χρόνων, αφήνουν το κερί προσάναμμα στου Ήλιου τη θυσία. Για μια σταγόνα θαλπωρή, για μια ματιά, για ένα άγγιγμα τυχαίο του χεριού, που η δίψα της ψυχής η συγγενής και η απ αρχής των λογισμών, χάδι το νιώθει και στοργής φωνή και πρόθεση κι αγάπη το λογίζει..
.. Αγαπημένη μου εσύ, σ΄ όσες σελίδες κι αν κρυφτείς, την κόλαση μου υφαίνεις. Και ξετυλίγεις λογισμούς σαν πέπλα και σαν φλόγες και με το καύμα της ψυχής λογχίζεις την καρδιά και της κρυφής μου πεθυμιάς τραγούδι γίνεσαι. Και άνεμος Αντάρτης. Άνεμος άναρχος κι οξύς κι εγώ φτερό σπασμένο σαν σκόνη αφήνομαι κι αυτός, αλόγιστα και πάλι στον Ήλιο μ ανεβάζει.. να καώ ..»
A ^j^